Το πασίγνωστο και πολυπαιγμένο στην Ελλάδα "Βυσσινόκηπο" του Άντον Τσέχοφ επέλεξε να σκηνοθετήσει ο Νίκος Καραθάνος στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, σε μία παράσταση που συζητήθηκε πολύ και θα εξακολουθήσει να συζητείται. Το κύκνειο άσμα του μεγάλου δραματουργού παρακολουθεί την αριστοκρατία της εποχής στα τελευταία της στάδια, όπου ακόμα αδυνατεί να συνειδητοποιήσει ότι το έδαφος στο οποίο πατά είναι πλέον σαθρό και ετοιμάζεται να υποχωρήσει και ότι οι εποχές έχουν αλλάξει. Οι ήρωές του αναζητούν ακόμα μια χιμαιρική ευημερία και δείχνουν αδύναμοι να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Παράλληλα, παραδομένοι στα προσωπικά τους πάθη δείχνουν ευάλωτοι και ψυχικά τσακισμένοι και καταλήγουν να έχουν μια έμφυτη τραγικότητα μέσα τους. Το τέλος αυτής της κίβδηλης και ξιπασμένης εποχής κρύβει μέσα του και έντονα στοιχεία κωμωδίας, τα οποία συνήθως παραγκωνίζονται στα ανεβάσματα του Βυσσινόκηπου. Το ανέβασμα αυτό στη Στέγη φιλοδοξούσε να παρουσιάσει μια πιο αιρετική και ιδιαίτερη ανάγνωση του κλασικού αυτού έργου και να αναδείξει κάποιες καλά κρυμμένες πτυχές του. Η μετάφραση είναι του Άρη Αλεξάνδρου, ενώ η διασκευή του κειμένου ανήκει στον ίδιο το σκηνοθέτη.
Η σκηνοθετική ματιά του Νίκου Καραθάνου φαινόταν εξ'αρχής αιρετική και τη ματιά αυτή τη μάντευες αντικρύζοντας την αφίσα της παράστασης. Η προσέγγισή του είναι μια μίξη της τραγωδίας των ηρώων, με τα κωμικά στοιχεία των καταστάσεων τις οποίες βιώνουν και στις οποίες καλούνται να ανταπεξέλθουν. Δεν αφαιρεί το συναίσθημα της παράστασης προσπαθώντας να δημιουργήσει μια άκρως ρεαλιστική και ίσως βέβηλη βάση, αλλά το καλλιεργεί και το εμπλουτίζει με την προσθήκη μιας λαϊκότητας που αποτελεί υπέρβαση για κάποιους από τους χαρακτήρες του έργου και μιας εκκεντρικότητας χαρακτηριστικής της κοινωνικής τάξης που περιγράφει. Επιμένει στις εικόνες και λιγότερο στους ήχους και τους μονολόγους, αποδεσμεύει τους ηθοποιούς του από τμήμα της εσωτερικότητας του ρόλου τους, τους απελευθερώνει και σε κάποιες σκηνές τους καθοδηγεί σχεδόν αυτοσχεδιαστικά να ανακαλύψουν και να αναδείξουν τον αντι-ήρωα μέσα τους. Κατ'αυτόν τον τρόπο ο ρεαλισμός των καταστάσεων βαδίζει χέρι χέρι με την ονειρική χιμαιρικότητα στο μυαλό των ηρώων. Προσθέτει έτσι ένα σχολιασμό στο Τσεχωφικό σύμπαν είτε με φαρσικό τρόπο, είτε με μια μερική αποδόμηση της τραγικότητας των ηρώων. Φυσικά, όπως κάθε σκηνοθέτης κουβαλά και συχνά καταθέτει επί σκηνής τους προσωπικούς του δαίμονες, έτσι και ο κύριος Καραθάνος δεν αποφεύγει κάποιες εμμονές και κάποιες λακκούβες. Η παρουσία του ελέφαντα στη σκηνή και ο φλύαρος μονόλογος στα όρια του βαρετού της Λένας Κιτσοπούλου φάνταζε περιττός και ξένος με την ουσία του Βυσσινόκηπου. Το ίδιο θα υποστήριζα και για τη φωνή του Ντόναλντ Ντακ, η οποία ενίοτε χρησιμοποιείται στη σκηνή ή τα κρεμμύδια που κάνουν κάποια στιγμή έντονη την παρουσία τους και συμμετέχουν στη δράση. Οι τρεις βουβοί Μίκυ Μάους δίνουν μια έντονη νότα σουρεαλισμού στο έργο και προσθέτουν εικαστικούς συμβολισμούς που εντάσσονται στην οικονομία του. Άσχημα μου χτύπησαν κάποια κωμικά "γκαγκ" της παράστασης, όπου ο Γιεπιχόντωφ μαζεύει διαρκώς τα βρακιά του που πέφτουν και η "ομαδική" πτώση του θιάσου στο πάτωμα που επαναλήφθηκε τρεις φορές. Και αυτό γιατί το χιούμορ τους ήταν χονδροειδές και επιθεωρησιακού στυλ, σε μια παράσταση που στόχος ήταν να μην καταφύγει σε φτηνούς εντυπωσιασμούς. Ο θίασος δείχνει δεμένος, δουλεμένος και εξαιρετικά ομαδικός, σε βαθμό τέτοιο, ώστε κάποιες ατομικές ατασθαλίες και ευκολίες να περνούν σε δεύτερη μοίρα και να μην αφήνουν αλγεινή τελική εντύπωση. Ενδιαφέρουσες ήταν και οι ηλικιακές αντιθέσεις μεταξύ των τσεχοφικών ηρώων και των ηθοποιών.
Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη στο ρόλο της Λιουμπόφ Αντρέγιεβνα ήταν μία οπτική πανδαισία τόσο στο λόγο της όσο και στην κίνησή της. Στιβαρή, με άψογη εκφορά και σωστό τονισμό του λόγου και έξυπνο στήσιμο στη σκηνή, στάθηκε ο συνδετικός κρίκος όλης της παράστασης. Ήταν ο πιο διαδραστικός χαρακτήρας σχεδόν με όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες του θιάσου και τον σμίλεψε υποδειγματικά. Η Λυδία Φωτοπούλου παίζοντας την Άνια, ένα χαρακτήρα κόντρα ηλικιακά με την ίδια, κατάφερε να τον εντάξει σε μια ονειρική πραγματικότητα και με τη βοήθεια των εκφράσεων του προσώπου της και της καθαρότητας της φωνής της να μη φανεί κανένα ηλικιακό χάσμα. Λιτή και μετρημένη, με μια ερμηνεία προσεγμένη στη λεπτομέρειά της. Ο Θανάσης Αλευράς ήταν ο Λεωνίδας Αλεξέγιεβιτς και στάθηκε με αξιοπρέπεια απέναντι στο ρόλο. Είχε κάποιες μικρές αμήχανες στιγμές, στις οποίες έδειξε να ταλαντεύεται μεταξύ χιούμορ και δραματικότητας, αλλά παρά τα ένα δύο γλιστρήματα κατάφερε να μη χάσει το βηματισμό του. Ο Νίκος Καραθάνος στο ρόλο του Γερμολάι Αλεξέγιεβιτς έδειξε να βιάζεται να πει τις ατάκες του και η αντίστοιχη συνοδευτική κίνησή του να είναι ένα χρόνο πιο πίσω. Δεν έβαλε πολύ σθένος και πειθώ στα λόγια του, με αποτέλεσμα να μη νιώθω ότι υποστηρίζει σκηνικά τις απόψεις του χαρακτήρα του. Ο Άγγελος Τριανταφύλλου χτίζει έναν Τροφίμοφ γεμάτο συναίσθημα και ένταση και τον υποστηρίζει με συνέπεια και συνέχεια, ενώ και η συμβολή του στη μουσική επένδυση της παράστασης στάθηκε καθοριστική. Η Έλενα Τοπαλίδου έπαιξε μάλλον άψυχα και άνευρα τη Βάρια και ένιωσα ότι δεν μπήκε στο πετσί του χαρακτήρα που ερμήνευσε. Ο Γιάννης Κότσιφας σαν Μπορίς Μπορίσοβιτς καταφεύγει σε φωνητικές ακροβασίες που δε στάθηκαν πάντα επιτυχημένες και δεν εξυπηρέτησαν την εξέλιξη της υπόθεσης. Ένιωσα ότι από ένα σημείο και έπειτα έμεινε στατικός και απλά επαναλάμβανε στυλιζαρισμένες ατάκες. Η Λένα Κιτσοπούλου στο ρόλο της Σαρλότα Ιβάνοβνα στάθηκε πολύ καλά ερμηνευτικά, αλλά ο μονόλογός της ένιωσα να είναι εκτός κλίματος του έργου και δεν μπόρεσε να με βάλει στην ουσία του και το νόημά του, με αποτέλεσμα να μείνει μόνο το εικαστικό του κομμάτι να ενταχθεί στις αναμνήσεις μου από την παράσταση, σαν περίβλημα χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο. Ο Χρήστος Λούλης επαρκής στο ρόλο του Γιεπιχόντωφ, αλλά χωρίς να με συναρπάσει. Δεν ξέρω αν ήταν σκηνοθετική οδηγία ή δική του επιλογή να παίξει σχεδόν επίπεδα φωνητικά και με ελεγχόμενο σκηνικό σφρίγος, αλλά θεώρησα ότι δεν έδωσε ούτε τα μισά από όσα θα μπορούσε να προσφέρει στο χαρακτήρα του. Η Έμιλυ Κολιανδρή στο ρόλο της Ντουνιάσα, πληθωρική, παιχνιδιάρα, απόλυτα θηλυκή, σκιαγραφεί ένα χαρακτήρα πλήρη, έντονο και ολοκληρωμένο. Τον θωρακίζει με την αρμονία της κίνησής της και τον εμπλουτίζει με τη δυναμική της, αν και σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Η Δάφνη Πατακιά και αυτή παίζοντας ένα χαρακτήρα κόντρα ηλικιακά με τον εαυτό της, αποδεικνύει ότι είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια ενός σκηνοθέτη που θα την εμπιστευτεί, καθώς το παίξιμό της διέπεται από λεπτό χιούμορ, αλλά και απόλυτα ελεγχόμενη εκφραστικότητα. Ο Μιχάλης Σαράντης στο ρόλο του Γιάσσα, με αδύναμες αλλά και καλές στιγμές. Σε κάποιες σκηνές θεώρησα ότι υπερέπαιζε και ακροβατούσε με την καρικατούρα, σε κάποιες άλλες φάνηκε απόλυτα συνεπής στις απαιτήσεις του ρόλου του. Ο Άγγελος Παπαδημητρίου, ο Γιώργος Μπινιάρης και η Αναστασία Ραφαέλα Κονίδη έπαιξαν τους τρεις χαρακτήρες Μίκυ Μάους και ειδικά ο πρώτος με το πηγαίο του ταλέντο έμοιαζε απλά πλασμένος για το ρόλο αυτό.
Το σκηνικό της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου θύμιζε μια μεγάλη κάψουλα όπου μέσα της διαδραματίζονται όλα τα σημαντικά γεγονότα που κρίνουν την τύχη του Βυσσινόκηπου. Απόκοσμο αλλά λειτουργικό σκηνικό, με πολλά μικρότερα σκηνικά αντικείμενα να επιστρατεύονται άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο επιτυχημένα. Τα κοστούμια της ίδιας, εξίσου εύστοχα επιλεγμένα και αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που ντύνουν. Η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλου από τα σημαντικά εργαλεία της παράστασης, συμπορεύεται απόλυτα με τη σκηνοθετική γραμμή και αποτελεί εξαιρετικό soundtrack των εικόνων που παρακολουθούμε στη σκηνή της Στέγης. Η κίνηση της Αμάλια Μπένετ αρμονική και συντονισμένη, στάθηκε στις περισσότερες σκηνές πολύτιμος αρρωγός του λόγου. Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου εξαιρετικοί, ανέδειξαν πολλές σκηνές με κορυφαία φυσικά αυτή του τέλους του έργου.
Συμπερασματικά, η παράσταση του Νίκου Καραθάνουυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα αισθητικής, παρά τις όποιες επιμέρους διαφωνίες ο καθένας μπορεί να προβάλλει σαν θεατής και δικαιολόγησε με τις επιλογές του την επιθυμία του να ανεβάσει ένα τόσο κλασικό έργο και την πιο αιρετική του προσέγγιση σε αυτό. Έπλασε πολύ καλές ερμηνείες, έχτισε ένα σύμπαν που κυριαρχείται από υπαρξιακή αγωνία και παρά τις εμμονές του, έδωσε στο θεατρικό κοινό μια παράσταση που αξίζει κανείς να την παρακολουθήσει και αποτελεί τροφή για σκέψη και για περαιτέρω εμβάθυνση.
Τρίτη 5 Μαΐου 2015