Το πολύ γνωστό έργο του Εντμόν Ροστάν με τίτλο "Σιρανό ντε Μπερζεράκ" σκηνοθετημένο από το Γιάννη Κακλέα ανέβηκε για άλλη μια φορά στη σκηνή του Πάνθεον. Το ρομαντικό και τρυφερό ιπποτικό κείμενο του Ροστάν είναι από τα πολύ αγαπητά και καταφέρνει σε κάθε ανέβασμά του να δημιουργεί το κοινό του. Ο ποιητής και ιππότης Σιρανό με τη μεγάλη μύτη είναι ερωτευμένος κρυφά με την ξαδέρφη του Ρωξάννη, αλλά λόγω της εξωτερικής του δυσμορφίας δεν τολμά να της αποκαλύψει τον έρωτά του. Αυτή εντυπωσιάζεται από την ομορφιά του Κριστιάν, τον ερωτεύεται και ζητά από το Σιρανό να τους φέρει πιο κοντά και στη συνέχεια να τον προστατέψει στον πόλεμο. Αυτός προσαρμόζει όλη την τέχνη της έκφρασης που διαθέτει πηγαία στις ανάγκες του Κριστιάν, προκαλώντας την οργή του κόμη ντε Γκις, ο οποίος τους εκδικείται. Όταν ο Κριστιάν πεθαίνει ο Σιρανό υπόσχεται να μην αποκαλύψει ποτέ την αλήθεια στη Ρωξάννη για το ποιος έγραφε τα ποιήματα και τα μακροσκελή γράμματα προς αυτήν, αν και στο τέλος αυτή μαθαίνει την πλήρη αλήθεια, με το χρόνο στην κλεψύδρα να φτάνει στο τέλος του. Γλυκό και τρυφερό κείμενο, ίσως με ένα λίγο ξεπερασμένο σήμερα ρομαντισμό, αλλά λόγω της θεματικής του με έρωτες, ιππότες και διαχρονικές αξίες όπως η ανθρωπιά, η φιλία, η αλήθεια, το δίκαιο, διατηρεί μια διαχρονικότητα και μια αξία σχεδόν αναλλοίωτη στο χρόνο. Η μετάφραση της Λουίζας Μητσάκου χωρίς προβλήματα, έμμετρη, ποιητική, με ρέοντα λόγο, συνέπεια και συνέχεια.
Ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθέτησε την παράσταση, έχοντας στο κέντρο της οπτικής του το χώρο στον οποίο λαμβάνει χώρα η παράσταση, τον κεντρικό του ήρωα και υιοθετώντας μια προσέγγιση "κατάλληλη για όλους", όσον αφορά ηλικίες, φύλο και κοινωνικό υπόστρωμα. Βασίστηκε στη λογική του υπερθεάματος, αλλά τη διάνθισε με γρήγορους και σπιρτόζικους ως επί το πλείστον διαλόγους, σκηνές δράσης με ξιφομαχίες και ρομαντικά κρεσέντα. Προσπαθώντας να διατηρήσει τις ισορροπίες μεταξύ όλων αυτών δεν απέφυγε κάποια εγγενή φλυαρία σε κάποιες σκηνές και μια ροπή προς το μελό. Αλλά ουδέποτε η παράστασή του διολίσθησε στη βαρεμάρα ή στο στείρο και ατέρμονο ρομαντισμό. Ο ρυθμός διατηρείται σε υψηλό τέμπο από την αρχή και εντάσσει στην παράσταση και τις υπέροχες μουσικές ανάσες-ταξίδια της Ευανθίας Ρεμπούτσικα, που με το βιολί της και την παρουσία της ανάμεσα στους ηθοποιούς γίνεται μια ενεργητική πηγή καλής διάθεσης που διαποτίζει την παράσταση. Η συνεχής εναλλαγή του κωμικού στοιχείου με την τραγικότητα της μοίρας των ηρώων είναι εμφατική, σε κάποιες στιγμές ίσως λίγο υπερβολική, αλλά πάντα πατώντας πάνω στη βάση της λαϊκότητας και της αμεσότητας των ηρώων και την αλήθεια ή το ψέμα των συναισθημάτων τους, κάνοντας την παράσταση προσιτή, κατανοητή και ευφρόσυνη προς τη συντριπτική πλειοψηφία του κοινού της πλατείας. Και κυρίως τίμια και αληθινή ως προς τις προθέσεις της και το προσδοκώμενο σκηνικό αποτέλεσμα.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος στο ρόλο του Σιρανό αποδείχτηκε πως ήταν ο σωστός άνθρωπος για το σωστό ρόλο. Δούλεψε έξυπνα το χαρακτήρα του και τον έκανε σπιρτόζο, έντονο, αυθόρμητο, τρυφερό και ηρωικό, με μια εξαιρετικά πληθωρική παρουσία στη σκηνή του Πάνθεον. Ο παθιασμένος λόγος συνδυάζεται με μια συνεχή σχεδόν κίνηση προσεκτικά χορογραφημένη, δημιουργώντας ένα χαρακτήρα που γίνεται άμεσα συμπαθής στο κοινό, το οποίο αφήνεται σιγά σιγά να παρασυρθεί στο ρυθμό του Σιρανό και να περιμένει την επόμενη ρομαντική του ατάκα. Ιδανική επιλογή λοιπόν για το ρόλο. Η Τάνια Τρύπη ήταν η Ρωξάννη, για την καρδιά της οποίας παλεύουν όλοι. Κρατάει μια ισορροπία στο συναίσθημα και το κάνει γήινο και ρεαλιστικό, αν και κάποιες φορές φαινόταν να συγκρατεί υπέρμετρα τον εαυτό της. Με μπριόζες αλλά και μελοδραματικές σκηνές είχε "ελεγχόμενη" χημεία με τον Κριστιάν και πολύ πιο αυθόρμητη και "φυσική" χημεία με το Σιρανό. Ο Λεωνίδας Καλφαγιάννης ξεκίνησε να παίζει λίγο μονότονα και μονοδιάστατα τον Κριστιάν, αλλά προοδευτικά ανέβασε στροφές και στο δεύτερο μέρος στάθηκε επάξια δίπλα στους συμπρωταγωνιστές του, βάζοντας την προσωπική του πινελιά στο ρόλο. Ο Κώστας Μπερικόπουλος στο χαρακτήρα του δολοπλόκου ντε Γκυς, έδειξε να τον απολαμβάνει, ήταν μετρημένος, με στιβαρό λόγο, εξαιρετικές αλλαγές στις εκφράσεις του προσώπου του και ένα ιδανικό αντίβαρο κακού στο έργο. Ένας ηθοποιός με προσωπικότητα που ξέρει να ερμηνεύει και να ξεχωρίζει. Ο Βαγγέλης Χατζηνικολάου έπλασε ένα πολύ συμπαθή και αρλεκίνικο ρόλο, αυτόν του ζαχαροπλάστη Ραγκενώ, που χρησιμοποίησε έξυπνα την ιδιομορφία της φωνής του και υπήρξε μια χαρούμενη νότα στην παράσταση. Χαριτωμένη και ελαφρώς μπουφόνικη η παρουσία της Κορίνας Θεοδωρίδου παίζοντας το χαρακτήρα της ακολούθου της Ρωξάννης. Ο Λάζαρος Βαρτάνης, ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης, η Ιφιγένεια Αστεριάδη, ο Στράτος Τρογκάνης, ο Θάνος Κοντογιώργης, ο Στέλιος Ξανθουδάκης, ο Γιώργος Στάμος, ο Θάνος Μπίρκος, ο Θανάσης Χαλκιάς, η Έλενα Χαραλαμπούδη, η Αγγελική Τρομπούκη, ο Αντώνης Στρούζας, ο Σωτήρης Ντούμας, ο Κωστής Μπουντάς, ο Αχιλλέας Χαρίσκος, ο Νίκος Ζιάζιαρης, ο Νεκτάριος Φαρμάκης και η Έλενα Κέκκου ήταν ένα δροσερό και αεικίνητο μπουκέτο νεαρών ηθοποιών που έπαιξαν μικρούς ρόλους και με λίγα λόγια, πολλή κίνηση και χαμόγελο αποτέλεσαν πολύτιμους αρρωγούς στο πολύ καλό τελικό σκηνικό αποτέλεσμα. Η Ευανθία Ρεμπούτσικα σαν αερικό γεμάτο νότες και μελωδία έδωσε το δικό της υπέροχο και ταξιδιάρικο στίγμα στην παράσταση και αποτέλεσε σημαντικό εργαλείο της αισθητικής της.
Το σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη πλούσιο, εναλλασσόμενο, με ένα κλικ υπερβολής, αλλά πλήρως λειτουργικό σε σχέση με τις σκηνές του έργου. Τα κοστούμια της Εύας Νάθενα απόλυτα συμβατά και αντιπροσωπευτικά της ηρωικής εποχής που αντιπροσώπευαν. Οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ προσεγμένοι και λεπτομερείς, ενώ η χορογραφία του Χρήστου Παπαδόπουλου επέτεινε τη ρομαντική διάθεση του έργου. Τέλος οι όμορφες σκηνές με τις ξιφομαχίες είχαν την επιμέλεια του Κωνσταντίνου Μπουμπούκη.
Συμπερασματικά, ο Γιάννης Κακλέας παρουσίασε στη σκηνή του Πάνθεον, μια παράσταση οικογενειακής υφής, για όλα τα γούστα, με ρομάντσο, ηρωισμό, ηθικές αξίες και χαρούμενη διάθεση. Δεν προσποιείται ότι κάνει φιλοσοφικό ή πολυδιάστατο θέατρο και δημιουργεί μια γενικά ισορροπημένη και ευφρόσυνη παράσταση, με ρυθμό και πολύ καλές ερμηνείες, στην οποία δύσκολα θα υποστηρίξει κανείς ότι δεν πέρασε καλά.