Την παράσταση "Bernarda Alba-In Memoriam" σκηνοθετεί ο Γιάννης Τσορτέκης και με τη θεατρική του ομάδα την ανεβάζει στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Βασισμένη στη δομή και την πλοκή του γνωστού έργου του Λόρκα επεξεργάζεται δραματουργικά τμήματα του έργου με συγκεκριμένο θεματικό πυρήνα και τα συνδέει σε μια performance φόρο τιμής στο συγκεκριμένο έργο, αλλά και ανάδειξης κάποιων ιδιαίτερών του χαρακτηριστικών. Με το θάνατο του πατέρα, η μητέρα Μπερνάρντα Άλμπα επιβάλλει σιδηρά πειθαρχία και σκληρό πένθος στις κόρες της, αποκλείοντάς τες ουσιαστικά από τον έξω κόσμο και εγκλείοντάς τις στο ίδιο τους το σπίτι. Οι σχέσεις όπως είναι αναπόφευκτο οξύνοναι και κρέμονται από μία λεπτή κλωστή. Οι συγκρούσεις θα οδηγήσουν στη συναισθηματική και πνευματική κατάρρευση, με την ευτυχία να παραμένει μια μακρινή και φρούδα ανάμνηση. Η μνήμη παραμένει το μόνο ενεργό εργαλείο επιβίωσης, αλλά και αυτό συμπιέζεται σε ένα απρόσωπο παρόν και ένα ανέλπιδο μέλλον.
Ο Γιάννης Τσορτέκης σκηνοθετεί αυτή την παράσταση, εστιάζοντας σε στιγμές και μεμονωμένες εικόνες από το αρχικό έργο και συνθέτοντας το δικό του καμβά πάνω στο οποίο κινείται η όλη παράσταση. Με αυτόν τον τρόπο καταφέρνει να δώσει έμφαση σε κάποια από τα θεμελιώδη ερωτήματα που θέτει το ίδιο το έργο και να τα διερευνήσει βαθύτερα και ενδελεχέστερα με βάση τις σχέσεις των αδερφών μεταξύ τους, αλλά και τη σχέση τους με τη μάνα. Σε τέτοιες όμως προσπάθειες πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος να περιοριστεί το κοινό στο οποίο απευθύνεται η performance και σε κάποιους από τους θεατές να μείνουν αρκετά αναπάντητα ερωτήματα. Οι χαρακτήρες δεν αναπτύσσονται επαρκώς και όσοι δεν ξέρουν τουλάχιστον τον ιστό του αρχικού έργου, ίσως αντιμετωπίσουν αρκετές δυσκολίες στη συνολική κατανόηση της ατμόσφαιρας του έργου. Τα αποσπάσματα εμβαθύνουν μεν, αλλά δεν ξεκινούν τη γνωριμία με τους χαρακτήρες από μηδενική βάση, αλλά από μία, παραπάνω από στοιχειώδη, πλατφόρμα γνώσης και κατανόησης. Ο εγκλεισμός, η σχεδόν τυρρανική επιβολή του και ο ρόλος της μνήμης στη βιωματική συνέχιση μιας ζωής που ποτέ δεν έπιασε τους στόχους και τα ιδανικά της, είναι ο πυρήνας του προβληματισμού της συγκεκριμένης παράστασης. Σε αυτή τη γραμμή υπάρχει ένα συνεχές παιχνίδι μεταξύ σκότους και φωτός, ίσως και κινηματογραφικής υφής, σαν ασπρόμαυρες σεκάνς σκηνών (μερικές σα σε αργή κίνηση) όπου ο λόγος συνδυάζεται με τη βίαιη, κοφτή κίνηση των σωμάτων και όλη η δράση περιορίζεται σε ένα κλειστοφοβικό φωτεινό παραλληλόγραμμο, ή σε αποπνικτικές νοητές γραμμές. Αξιοσημείωτο και το γεγονός ότι η λεκτική κόντρα μεταξύ των χαρακτήρων δεν αναβιβάζεται και σε οπτική αναμέτρηση, δίνοντας μια πιο ολιστική προσέγγιση, αλλά μένει στο πρώτο της επίπεδο. Τις σκηνές της δράσης ακολουθούν έντονες σιωπές-γέφυρα μέχρι το επόμενο στιγμιότυπο, αλλά και συχνά μια απότομη προσγείωση του θεατή, ακριβώς τη στιγμή που άρχιζε να παρασύρεται στον ειρμό και την ένταση του λόγου. Η συμμετρικά άναρχη χορογραφία μου θύμισε μια κραυγή απελπισίας από τους χαρακτήρες των κοριτσιών.
Η Ιωάννα Πιατά στο ρόλο της μητέρας επωμίστηκε έναν εμβληματικό ρόλο σε σχετικά μικρή ηλικία. Φυσικά η ηλικία δεν είναι ποτέ το μοναδικό κριτήριο επιλογής μιας ηθοποιού, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση οι περιορισμένες σκηνικές εμπειρίες (ή και εμπειρίες ζωής ακόμα), αποτέλεσαν τροχοπέδη στο να βγάλει όλη την κρυμμένη ένταση, την ανασφάλεια και συνεπώς την τραγικότητα της Μπερνάρντα. Ο ψιθυριστός της θυμός μου έδωσε την εντύπωση ότι μιλούσε το ασυνείδητο μέσα της, αλλά γρήγορα έχασε τη θέρμη της και το πάθος που απαιτείτο για έναν τέτοιο ρόλο και δεν εξελίχθηκε καθόλου κατά τη διάρκεια της παράστασης. Η Έλενα Αρβανίτη έπαιξε μια διεκδικητική και συγκρατημένα επιθετική Αγκούστιας, ισορροπώντας επιτυχημένα ανάμεσα στην εσωτερική ανασφάλεια και στην ανάγκη της για ζωή και αποκόλληση από τη μιζέρια. Η Ελευθερία Ρουσάκη σαν Αδέλα, έδωσε μια εσωτερικότητα στην ένταση του χαρακτήρα της, αλλά δεν τον έφτασε στα άκρα ώστε να δικαιολογεί απόλυτα το τραγικό τέλος της.
Η Φανή Αποστολίδου έδωσε μια άκαπνη και άνευρη Μαγδαλένα, που ένιωσα ότι μόνο κινητικά δικαιολόγησε την παρουσία της στην παράσταση, ενώ η Ειρήνη Τσατώβα ανέπτυξε μέχρι ένα ικανοποιητικό βαθμό την πίκρα, την εσωτερική φωτιά, τη μεγάλη μοναξιά και το γεμάτο αντιθέσεις εσωτερικό κόσμο του χαρακτήρα της Μαρτύριο, ενός ρόλου-κλειδί στην παράσταση. Η Ελένη Φορτώση παίζοντας την Αμέλια ήταν μετρημένη και χωρίς μεγάλες εξάρσεις που θα έριχναν τα φώτα επάνω της, ενώ η Δόμνα Ζαφειροπούλου στο ρόλο της Πόνθιας είχε περισσότερες καλές στιγμές από τις λιγότερο καλές της. Ένας χαρακτήρας που προσπαθεί να αποτελέσει ένα χαλινάρι στην ισοπεδωτική παρουσία της Μπερνάρντα.
Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου σημαντικό εργαλείο στη δημιουργία της κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας της παράστασης, ενώ η χορογραφία της Νάνσης Σταματοπούλου αποτέλεσε συμπλήρωμα του λόγου και συχνά καλύτερο παράγοντα έκφρασης από αυτόν. Τα κοστούμια των Κυριάκου Κατζουράκη και Μαρίας Ταυλαρίου σε ομοιοχρωμία και συντονισμένα με το πένθος και τη λύπη της ατμόσφαιρας. Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη εξαιρετικοί, έκαναν ένα διαρκές παιχνίδισμα και έδωσαν μια vintage ασπρόμαυρη πινελιά.
Συμπερασματικά, μια θεατρική πρόταση που μάλλον αυτοπεριορίζεται ως προς το κοινό στο οποίο απευθύνεται, με τις προθέσεις της και τις προσπάθειές της να είναι ειλικρινείς, αλλά να υστερεί σε κάποιες από τις ερμηνείες της και να επικρατεί μια σύγχυση ως προς τον τελικό στόχο του σκηνοθέτη. Είναι καλό να πάει κανείς προετοιμασμένος για το τι θα δει, για να μπορέσει να εστιάσει τόσο στις καλές στιγμές της παράστασης, όσο και στις πιο μέτριες.
Τετάρτη 13 Μαΐου 2015