Ο Θεοδόσης Πελεγρίνης μετά τα ακαδημαϊκά έδρανα της Φιλοσοφικής Σχολής, καταπιάνεται και με τη συγγραφή θεατρικού έργου και γράφει το "Ένα Τριήμερο στην Εξοχή μαζί", το οποίο σε σκηνοθεσία του Γιώργου Μανιώτη ανεβαίνει στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Δύο ζευγάρια συναντιούνται ξανά στο εξοχικό του ενός ζευγαριού, μετά από περίπου τριάντα χρόνια και αφού ξεπερνούν την αρχική χαρά της επαναπροσέγγισής τους, επιχειρούν να επαναψηλαφίσουν παλαιά θέματα, να επουλώσουν πληγές και εν τέλει να πουν τα πράγματα και τα γεγονότα με το όνομά τους. Κραυγές και ψίθυροι, μικροσυγκρούσεις και μυστικά που υπονοούνται αλλά ποτέ τελικά δε συναντούν τις ακριβείς λέξεις για να γίνουν λόγια της αλήθειας, δίνουν μια αρχική ψευδαίσθηση ελευθερίας, η οποία τελικά καταπνίγεται και εκφυλίζεται σε μια απλή παρηγορητική συνύπαρξη. Ανθρώπινες σχέσεις και κρυμμένα μυστικά (κυρίως ερωτικά) ήταν πάντοτε προσφιλή θέματα για τους θεατρικούς συγγραφείς και ως προς αυτό δε μας επιφυλάσσει καμμία πρωτοτυπία και το κείμενο του κυρίου Πελεγρίνη. Το θέμα είναι να έχει κανείς κάτι καινούργιο να προσθέσει, ή να δώσει μια καινούργια οπτική σε ένα πολυφορεμένο θέμα. Και δυστυχώς το κείμενο που είδα στη σκηνή του Ιδρύματος Κακογιάννη, όχι μόνο στερήθηκε πρωτοτυπίας και καινοτόμου οπτικής, αλλά απλά ανακύκλωσε χιλιοειπωμένα μοτίβα, με μια ψευδεπίγραφα καταγγελτική διάθεση και χωρίς καμμία θεατρική πρόταση ή λύση των θεμάτων των ηρώων. Μονομανής και επαναλαμβανόμενη καταγραφή, χωρίς να αγγίζει την ουσία και να θέτει ζητούμενα.
Ο Γιώργος Μανιώτης στη σκηνοθετική του οπτική μάλλον άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί από το κείμενο και δώσει ένα αργό τέμπο στην παράσταση. Ο λόγος της πρώτης μισής ώρας δίνει υποσχέσεις ότι θα είναι πυκνός και ουσιωδώς αποκαλυπτικός, αλλά τελικά είναι αργός, λιμνάζων, με ανούσιες και κενές νοήματος εξάρσεις και αργεί υπερβολικά να βρει ρυθμό. Οι χαρακτήρες των δύο γυναικών και των δύο αντρών στήνονται με ποικιλία στον τρόπο άρθρωσης και στον τρόπο κίνησης στη σκηνή, αλλά έχουν μεγάλη σκηνική απόσταση και αγγίζουν συχνά τα όρια της καρικατούρας με πολλές εκφράσεις να ακούγονται πομπώδεις και τελικά ο καθένας να δείχνει σα να μονολογεί στη σκηνή με τη διαφορετικότητά τους να αυτοακυρώνει τη μεταξύ τους σχέση και να λειτουργεί σαν κάψουλα μέσα στην οποία κλείνεται ο καθένας και δεν αλληλεπιδρά παρά μόνο τυπικά με τους άλλους. Το αποτέλεσμα είναι μια δυσλειτουργική χημεία στη σκηνή και ανυπαρξία έστω και ενδείξεων της παλαιάς φιλικής σχέσης των δύο αντρών. Μένουν κάποια καλά κρυμμένα ερωτικά μυστικά, που παρουσιάζονται με τρόπο βαρετό και κλισέ, με αποτέλεσμα ο θεατής να βγαίνει από το συναισθηματικό και πνευματικό λήθαργό του μόνο περιστασιακά, για να ξαναβυθιστεί σχεδόν άμεσα σε αυτόν. Η φλυαρία γίνεται σήμα κατατεθέν της παράστασης και στο διάλειμμα δεν κατάφερα να μην αναρωτηθώ, τι άλλο μας επιφύλασσε το κείμενο στο δεύτερο μέρος που δεν εξάντλησε ήδη το πρώτο. Η απάντηση που πήρα από την παράσταση ήταν επανάληψη των κλισέ, ακόμα μεγαλύτερη βαρεμάρα και διαρκή λάγνα βλέμματα στους δείκτες του ρολογιού μου, μέχρι το λυτρωτικό φινάλε.
Ο Θεοδόσης Πελεγρίνης στο ρόλο του οικοδεσπότη, υιοθέτησε από την αρχή ένα ύφος ελαφρώς νευρασθενικό και εμφανώς ανασφαλές, με διαρκή γκρίνια και εκφραστικές κορώνες που ήρθαν σε λάθος χρόνο και με λάθος τρόπο. Κατάφερε να δημιουργήσει ένα χαρακτήρα αδιάφορο σε τέτοια έκταση, ώστε αμφιβάλλω αν υπήρξε θεατής να ταυτιστεί έστω και σε τμήμα της παράστασης μαζί του (ίσως εκτός της σκηνής που μιλάει για το κεράτωμα). Μονότονος, άχρωμος και πομπώδης λόγος, μετά από κάποιο σημείο στα αυτιά μου έφτανε ένα διαρκές μπλα μπλα χωρίς νόημα. Όσο για το φτηνό και ομοφοβικό χιούμορ του καλύτερα να μην μπω σε λεπτομέρειες, γιατί όχι μόνο δε γέλασα αλλά εξοργίστηκα με τις αγοραίες του ατάκες. Ο Γιάννης Στεφόπουλος έπαιξε τον Αργύρη, το φίλο του οικοδεσπότη, με έναν επιφανειακά κουλ και υπόκωφα σαρκαστικό τρόπο που είχε ένα ενδιαφέρον, κυρίως στις σκηνές που φαινόταν να προκαλεί με έντεχνο τρόπο το χαρακτήρα του φίλου του. Μη έχοντας όμως ανταγωνιστικότητα από την άλλη πλευρά και ο δικός του λόγος έμοιαζε χαμένος στη μετάφραση και ενώ άγγιζε κάποιες συναισθηματικές χορδές και αλήθειες, το άγγιγμα έμενε περιστασιακό και έδειχνε τυχαίο. Παρ' όλα αυτά κατάφερε να κάνει αισθητή την παρουσία του στη σκηνή και να ερμηνεύσει σε ικανοποιητικό επίπεδο. Η Αθηνά Παππά ενσάρκωσε το χαρακτήρα της Έλλης, της οικοδέσποινας και έδινε συνεχώς την εντύπωση ότι ο λόγος της δεν μπορούσε να βγει χωρίς ένα φυσικό σαρκασμό και θυμό. Έτσι όμως οι εκρήξεις της και οι συγκρουσιακές της εικόνες με τους επί σκηνής συμπαίκτες της δεν είχαν ένταση, δεν είχαν ρυθμό, δεν είχαν καμμία εσωτερικότητα. Ένιωσα να οδηγεί το ρόλο της ηθελημένα στην καρικατούρα, σε μια αυτοακύρωση, χωρίς όμως να τον ερμηνεύει στα όρια ή να του δίνει βάθος. Η Έλενα Αγγελοπούλου σαν Μαίρη, έδωσε άλλη μια επίπεδη και άνευρη ερμηνεία. Ένιωθα το θυμό να ανεβαίνει στο λαιμό της και εκεί να καταπνίγεται, βγάζοντας τελικά ένα βαρετά ήπιο και χαμηλών τόνων προφίλ, που απλά υποβίβασε το ρόλο σε δευτερεύοντα και ανούσιο. Γενικά μια παρουσία στη σκηνή που την ένιωθες αμήχανη και σα να μην ήθελε να δικαιολογήσει το λόγο ύπαρξής της.
Το σκηνικό που στήθηκε στη σκηνή του Κακογιάννης έμοιαζε βγαλμένο από τα 80s και ήταν γενικά ανέμπνευστο πλην κάποιων ευρημάτων στο γραφείο της δεξιάς πλευράς. Τα κοστούμια αντιπροσωπευτικά ενός τριημέρου στην εξοχή, απλά και εκδρομικά με μια νότα ίσως υπερβολής για την αμφίεση της κυρίας Παππά, ενώ οι φωτισμοί είχαν ενδιαφέρουσες εκλάμψεις και κάποια "σκοτεινά" παιχνιδίσματα ψυχολογίας. Όλα υπό την επίβλεψη του Γιώργου Μανιώτη.
Συμπερασματικά, είδα μια "εσωτερική κωμωδία με σκοτεινές αποχρώσεις", η οποία σπάνια δικαιολόγησε τον τίτλο της κωμωδίας (παρωδία ίσως θα ήταν μια καταλληλότερη λέξη), όσο για την εσωτερικότητα, καλύτερα θα ήταν να μιλήσουμε για τον αυριανό καιρό. Κάποιες σκοτεινές αποχρώσεις, ναι υπήρξαν, όπως και ένας εσωτερικός διάλογος με τον εαυτό μου για το λόγο ύπαρξης αυτής της παράστασης.