Το κείμενο του Παναγιώτη Δημητριάδη "Στροχάιμ" σε σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή, ανεβαίνει για λίγες ακόμα παραστάσεις στην Κεντρική Σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου. Η "Λεωφόρος της Δύσης" (Sunset Boulevard) του Billy Wilder και τα πλατό της αποτελούν ένα ακόμα σημείο συνάντησης μεταξύ του Αυστριακού σκηνοθέτη και ηθοποιού Έριχ φον Στροχάιμ και της Γκλόρια Σουάνσον μιας ντίβας του σινεμά, οι οποίοι έχουν πλούσιο κοινό παρελθόν. Ο μίτος της υπόθεσης του έργου αρχίζει να ξετυλίγεται την τελευταία μέρα της ζωής του φον Στροχάιμ, ο οποίος συζεί με την Ντενίζ και είναι σοβαρά άρρωστος. Μια παράξενη επίσκεψη ταράζει τον κόσμο και των δύο, καθώς η Νόρμα Ντέσμοντ, ο χαρακτήρας της Σουάνσον στη Λεωφόρο της Δύσης κάνει την εμφάνισή του. Όντας πεθαμένη, γίνεται προπομπός του θανάτου του Στροχάιμ και της Ντενίζ και στους διαλόγους τους θίγονται θέματα που άπτονται της τέχνης, του θεάτρου και τη σχέσης των δημιουργών με το κοινό τους. Φαντασία και πραγματικότητα μπλέκονται και το κείμενο κινείται συνέχεια μεταξύ τους. Το κείμενο αν και από ακαδημαϊκή άποψη έχει ενδιαφέρον απευθύνεται σε θεατές που ίσως ξέρουν αρκετά ήδη από τη ζωή των δύο κεντρικών ηρώων, αλλά αφήνει αρκετά κενά στο μέσο θεατή. Και μάλλον προϋποθέτει την προηγούμενη θέαση της ταινίας του Γουάιλντερ. Θίγει θέματα που αφορούν πολλούς, αλλά η μη ακριβής γνώση των χαρακτήρων κάνει το θεατή να δυσκολεύεται να ταυτιστεί με κάποιον από τους ήρωες.
Ο Σταμάτης Φασουλής σκηνοθετεί αυτό το ιδιόμορφο συγγραφικό δημιούργημα, ξεκινώντας από κάποια αποσπάσματα της ταινίας για να μυηθούμε όσο γίνεται στον ασπρόμαυρο κόσμο, που θα πάρει χρώμα, σάρκα και οστά όταν η οθόνη ανέβει και οι ήρωες θα αρχίσουν τη μεταξύ τους διάδραση. Ο ρυθμός της παράστασης ακολουθεί το ρυθμό του κειμένου και είναι μάλλον αργός, οι διάλογοι και οι μονόλογοι των ηρώων αν και γενικά με πάθος και ένταση ερμηνευμένοι, δείχνουν να μην ερεθίζουν το αισθητήριο του θεατή και να περνούν από μπροστά του απλά σαν εικόνες, χωρίς να θέλει να τις κάνει κτήμα του και να τις επεξεργαστεί βαθύτερα. Η επαναληπτικότητα κάποιων σκηνών (η κυρία Παππά φαίνεται σα να σιδερώνει το ίδιο άσπρο πουκάμισο σχεδόν σε όλη την παράσταση) και η υπερβολικότητα κάποιων άλλων δημιουργούν ακόμα μεγαλύτερες αποστάσεις μεταξύ των τεκταινόμενων στη σκηνή και την πλατεία. Ο στόχος του σκηνοθέτη ήταν να παρουσιάσει λίγο πριν το τέλος της πορείας τους όχι απλούς μυθοπλαστικούς ήρωες, αλλά ψυχισμούς, ιδέες και εσωτερικούς εαυτούς, αλλά σε λίγες σκηνές αυτό επικοινωνείται σωστά. Το παιχνίδι της αίσθησης και της ψευδαίσθησης δεν είναι εύκολο και συχνά δημιουργεί στο θεατή μια αβεβαιότητα και μια σύγχυση. Η δισυπόστατη λειτουργικότητα της Νόρμα Ντέσμοντ σαν άγγελος θανάτου, αλλά και σαν κρίκος της αλυσίδας ηθοποιών και σκηνοθετών που αποτέλεσαν μέρος της ιστορίας του κινηματογράφου είναι από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της παράστασης. Όπως και η συμβολικότητα του χαρακτήρα της Ντενίζ, η οποία αφού αποκόπτεται από τη σκηνή, τριγυρνά ανάμεσα στους θεατές, διερευνώντας τα ψυχολογικά όρια της σχέσης πλατείας και θεατρικού σανιδιού.
Ο Άκις Βλουτής στο ρόλο του Στροχάιμ καταφέρνει να αποδώσει με σαφήνεια και μέτρο τις τελευταίες στιγμές μιας πολυσχιδούς και ιδιόμορφης προσωπικότητας. Η ερμηνεία του πέρα από το πάθος και την ένταση της εκφοράς του λόγου, κυριαρχείται και από έναν εσωτερικό πυρετό, ενός ανθρώπου που αγωνίζεται ακόμα και την τελευταία στιγμή να αφήσει το στίγμα του. Αν και καθηλωμένος κινητικά σε μια καρέκλα υπάρχει μια εσωτερική μικροκίνηση που τον πάλλει και σε συνδυασμό τις εκφράσεις του, αποδίδει ανάγλυφα την αγωνία και τη φλόγα του χαρακτήρα που υποδύεται. Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη παίζει τη Νόρμα Ντέσμοντ και ειδικά στα πρώτα στιγμιότυπα της παράστασης έχει μια έντονη νότα σαρκασμού και υπερβολής στην κίνηση, την έκφραση και την ερμηνεία της, τόση που νομίζεις ότι ο χαρακτήρας του σελιλόιντ δραπέτευσε στη σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου. Αναπτύσσει όλο το ναρκισσισμό, την εγωπάθεια και τη ματαιοδοξία της Νόρμα, αλλά και τη βαθιά της ανασφάλεια, το προσωπικό της άλγος και κάποια στιγμή θαρρείς ότι ο χαρακτήρας βαδίζει προς ένα γκραντ φινάλε αντάξιο της ιστορίας της. Η Αγλαϊα Παππά ερμηνεύει την Ντενίζ Βερνάκ, σύντροφο του Στροχάιμ και ίσως το μόνο ενδοσκοπικό χαρακτήρα του έργου. Με πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, δίνει μια μεστή και εξαιρετικά ώριμη ερμηνεία και γίνεται η γέφυρα μεταξύ κοινού και ηθοποιών, φαντασίας και πραγματικότητας, παρόντος και μέλλοντος. Χωρίς περιττές εξάρσεις αποδεικνύεται το γήινο είδωλο του Στροχάιμ και η λογική συνέχεια της υπερβατικότητας των δύο άλλων χαρακτήρων.
Το σκηνικό του Νίκου Αναγνωστόπουλου αφήνει μια δημουργική ασάφεια, αν πρόκειται για δωμάτιο του σπιτιού του Στροχάιμ ή κινηματογραφικό πλατό και είναι λειτουργικό. Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη τονίζουν τη διαφορετικότητα των τριών χαρακτήρων και είναι αντιπροσωπευτικά αυτών. Ατμοσφαιρικοί οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη και λειτουργικοί για το πέρασμα μεταξύ των κόσμων της αίσθησης και της παραίσθησης.
Συμπερασματικά, είδα μια παράσταση που λόγω της θεματολογίας της απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό και όχι στο μέσο θεατή. Το κείμενο αιωρούμενο μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, αφήνει κενά, τα οποία μάλλον υπογραμμίζει αντί να εξαλείφει και η μάλλον συμβατική σκηνοθεσία. Οι ερμηνείες είναι σε γενικά υψηλό επίπεδο, αλλά δεν είμαι σίγουρος ότι επαρκούν για να κάνουν την παράσταση αξιομνημόνευτη, εκτός ίσως από τους λάτρεις του Έριχ φον Στροχάιμ.