Ένα από τα διασημότερα μιούζικαλ όλων των εποχών, ο "Βιολιστής στη Στέγη", σε κείμενο του Joseph Stein (βασισμένο σε ιστορίες του Sholem Aleichem) και μουσική του Jerry Bock, γιορτάζει φέτος την 50ή του επέτειο και ανεβαίνει στην ελληνική του εκδοχή σε σκηνοθεσία του Αμερικανού Rob Ruggiero στο θέατρο Badminton. Μια παράσταση που το 1997 είχε ανέβει και πάλι στη σκηνή του Θεάτρου Αθήναιον με τον ίδιο κεντρικό πρωταγωνιστή και το 1971 είχε γίνει ταινία με τη μουσική του John Williams (και χαρακτηριστικότερο το τραγoύδι "If I were a Rich Man") να κερδίζει το Όσκαρ. Στη Ρωσία των αρχών του προηγούμενου αιώνα, πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση και ενώ κάποιες κοινωνικές αναταραχές και ανατροπές έχουν ήδη ξεκινήσει, στο μικρό χωριό Ανατέβκα, παρακολουθούμε τις περιπέτειες ενός φτωχού γαλατά, του Τέβιε και της οικογένειάς του. Στο χωριό ζουν αρκετοί Ρωσοεβραίοι, οι οποίοι αρχίζουν να διώκονται για την καταγωγή τους από το καθεστώς και τους εκφραστές του. Η τσαρική Ρωσία θα δείξει τα σαθρά της πλέον θεμέλια και οι μεγάλες αλλαγές έχουν δρομολογηθεί. Η απόδοση του κειμένου στα Ελληνικά ανήκει στον μετρ Πάνο Αμαραντίδη, ο οποίος το έχει προσαρμόσει υπέροχα και το έχει φέρει σε μια μορφή απλή, κατανοητή και σημερινή, ενώ μνεία πρέπει να γίνει και στην προσαρμογή των στίχων στα Ελληνικά, που την έκανε εξίσου επιτυχημένα ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος.
Ο Rob Ruggiero μετά την αμερικάνικη εκδοχή του μιούζικαλ αυτού, αναλαμβάνει τη σκηνοθετική μπαγκέτα και αυτής της προσπάθειας. Η σκηνοθεσία του βασίζεται στη διατήρηση του ρυθμού της παράστασης στην τρίωρη διάρκειά της και συνεπακόλουθα του ενδιαφέροντος του θεατή. Ο χρόνος μοιράζεται σχεδόν ισόποσα μεταξύ πρόζας, τραγουδιών και χορογραφίας, αλλά η σπουδαιότερη αρετή του έργου είναι ότι όλα τα παραπάνω είναι αρμονικά δεμένα μεταξύ τους, συμπληρώνοντας το ένα το άλλο και χωρίς το τραγούδι κυρίως να αποτελεί μια μουσική "τσόντα" ή γέφυρα μεταξύ των σκηνών πρόζας. Το θέαμα είναι απαραίτητο συστατικό ενός μιούζικαλ, αλλά και αυτό δε γίνεται εις βάρος των κοινωνικών μηνυμάτων της παράστασης. Επιπρόσθετα, το "ντύσιμο" αυτών των μηνυμάτων με μουσική και στίχο τα κάνει λιγότερο μελό και διδακτικά και φυσικά προσφιλέστερα και ευειδέστερα στο κοινό. Άλλο ένα θετικό σημείο της σκηνοθεσίας που εντόπισα, ήταν ότι όταν στη σκηνή συνυπήρχαν πρώτοι και δευτερεύοντες ρόλοι, καθώς και άτομα του "χορού" αυτό δε γινόταν άναρχα και με σκηνική "φασαρία", αλλά δομημένα, χορογραφημένα και τακτικά. Η σκηνή αξιοποιήθηκε σε όλο της το βάθος και το πλάτος, ενώ κάποιες επί μέρους ερμηνευτικές ατέλειες καλύφθηκαν από τη γεινκότερη προσπάθεια και παρουσία όλου του θιάσου, χωρίς να υπάρχει κάποια πολύ έντονη ανορθογραφία.
Ο Γρηγόρης Βαλτινός στο ρόλο του Τέβιε, μοιραία επωμίζεται το μεγαλύτερο μέρος του βάρους της παράστασης. Και το κάνει με κέφι, ζωντάνια και γοητευτικότητα, χωρίς να υστερεί στα τραγουδιστικά μέρη. Το χιούμορ είναι ενσωματωμένο στο λόγο του και μάλιστα στις σωστές δόσεις. Δεν καταφεύγει σε ερμηνευτικές ακρότητες και δεν υπερβάλλει εαυτόν σε καμμία σκηνή. Παράλληλα, η ερμηνεία του δεν έχει εγωισμούς και περιττούς ακισμούς, αλλά κρύβει μια συνεργατικότητα και μια ομαδικότητα, χαρακτηριστικό ενός ηθοποιού που δε δείχνει να έχει ανάγκη το φτηνό εντυπωσιασμό. Η Ρένια Λουιζίδου παίζοντας την Γκόλντε, τη γυναίκα του Τέβιε, αν και βαδίζει σε ασφαλή και πολύ γνωστά της ερμηνευτικά μονοπάτια, είναι επαρκέστατη και αξιοπρεπής στις απαιτήσεις του χαρακτήρα της, μιας καταφερτζούς και πολυπράγμονος νοικοκυράς. Στο τραγουδιστικό κομμάτι μπορεί να υστέρησε λίγο, αλλά η εμπειρία της την προφύλαξε από μεγάλα και εμφανή λάθη. Την Τζάϊτελ, τη μεγαλύτερη κόρη του Τέβιε, την ερμηνεύει η Ιωάννα Τριανταφυλλίδη, με τρόπο άψυχο και ανασφαλή, δείχνοντας να μην έχει βρει τα πατήματα του ρόλου και χωρίς να με πείσει ότι τον είχε. Αντίθετα η Μαριάννα Πολυχρονίδη, η οποία έπαιξε τη Χόντελ, τη δεύτερη κόρη του Τέβιε, είχε μπρίο και ενέργεια πάνω στη σκηνή, ζώντας και απολαμβάνοντας το ρόλο της και κάνοντάς τον απόλυτα πειστικό στο κοινό. Πολύ καλές και οι τραγουδιστικές της επιδόσεις. Η Μαρίνα Σάττι έπαιξε τη Χάβα, την τρίτη κόρη του γαλατά και αυτή μπόλιασε το ρόλο της με θηλυκότητα και τσαχπινιά, κάνοντας τον συμπαθή, προσιτό και χαριτωμένο. Ο Μιχάλης Μαρίνος, σχεδόν αγνώριστος στο ρόλο του Μότελ του ράφτη, παίζει με ανεπιτήδευτη αφέλεια το χαρακτήρα του, αλλά και με παθιασμένη διεκδικητικότητα όταν πρόκειται για τη γυναίκα που αγαπά. Το χαρακτήρα του επαναστάτη φοιτητή Πέρτσικ αναλαμβάνει ο Μέμος Μπεγνής, ο οποίος αν και λίγο υπερβολικός στην κίνησή του, αποζημιώνει το θεατή με την κεφάτη εκφορά του λόγου του στην πρόζα και την προσεγμένη ερμηνεία του στα τραγούδια που του αναλογούν. Ο Τάσος Κωστής στο ρόλο του ενωμοτάρχη παίζει με ένα μάλλον ξεπερασμένο και παλαιολιθικό τρόπο το χαρακτήρα του, κάνοντάς τον ακόμα λιγότερο συμπαθή απ'όσο είναι ήδη στο έργο. Ο Ιβάν Σβιτάιλο είναι ο Ρώσος Φιέτκα που έχει μεν λίγες ατάκες, αλλά το χορευτικό του σόλο κάνει ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία του στη σκηνή του Badminton. Στο ρόλο της Γέντε της προξενήτρας συναντάμε τη Στέλλα Γκίκα, που ερμηνεύει γλυκά και χαριτωμένα μια μεσόκοπη κουτσομπόλα, που εκτελεί και χρέη προξενήτρας στο μικρό ρώσικο χωριό. Ο Γιάννης Αναστασάκης κρατά το χαρακτήρα του Λάζαρ Γουλφ του χασάπη και τον ερμηνεύει στα όρια της καρικατούρας, διατηρώντας ένα χιούμορ και μία αξιοπρέπεια. Φυσικά δε θα μπορούσα να λησμονήσω το Max Chucker στο ρόλο του βιολιστή στη στέγη που μας ταξίδεψε με τις μελωδίες του βιολιού του. Σε μικρότερους αλλά χαρακτηριστικούς ρόλους εμφανίζονται ο Κώστας Βελέντζας (Αβραάμ ο βιβλιοπώλης), ο Στάθης Νικολαϊδης (Νάχουμ ο ζητιάνος), ο Δημήτρης Γαλάνης (Μέντελ, ο γιος του ραββίνου), ο Σωτήρης Τσόγκας (ραββίνος), η Στεφανία Χούγια και η Δανάη Βασιλοπούλου (Σπρίντζε και Μπίλκε αντίστοιχα, κόρες του Τέβιε), ο Γιώργος Χαλεπλής (Μόρντχα ο ταβερνιάρης), ο Μπάμπης Αλεξανδρόπουλος (Ρώσος τραγουδιστής), η Μαρία Γράμψα (μητέρα του Μότελ), η Ελένη Καρακάση (Φρούμα Σάρα), ο Βασίλης Λέμπερος (Γιάσελ ο καπελάς), ο Λάμπρος Κτεναβός (Σάσα, φίλος του Φιέτκα) και η Ζηνοβία Πουλή (Φρέντελ, γυναίκα του ταβερνιάρη). Στους υποστηριστικούς αλλά σημαντικούς για την αρμονία του συνόλου του θιάσου ρόλους των Ρώσων και των χωρικών ο Νώντας Δαμόπουλος, η Μαριλού Κατσαφάδου, ο Αλέξανδρος Λασκαράτος, ο Tadeu Liesenfeld, ο Πάνος Μαλικούρτης, η Εύα Μιχελιδάκη, ο Γιώργος Πελαγίας, ο Γιάννης Στέφος και ο Πάνος Πολίτης.
Το εντυπωσιακό σκηνικό που θύμιζε όντως μικρό ρώσικο χωριό της επαρχίας το έστησε με φαντασία και δημιουργικότητα ο Γιώργος Πάτσας, ο οποίος επιμελήθηκε και τα απλά αλλά λειτουργικά κοστούμια. Η Σοφία Σπυράτου επεξεργάστηκε στη λεπτομέρεια τη χορογραφία και έδωσε ένα πολύ αρμονικό αποτέλεσμα στη σκηνή, ενώ εξαιρετική και απόλυτα ραφιναρισμένη ήταν η ενορχήστρωση της μουσικής από το μαέστρο Αλέξιο Πρίφτη. Οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ με μια δόση γενικότητας και αοριστίας, δεν επηρρέασαν το πολύ καλό αισθητικά τελικό αποτέλεσμα της παράστασης.
Συμπερασματικά, είδα μια παράσταση που πληρεί όλες σχεδόν τις προδιαγραφές του καλού μιούζικαλ και είναι άρτια και ολοκληρωμένη. Αρμονία πρόζας, τραγουδιού και χορού, εντυπωσιακά σκηνικά, σκηνοθεσία με ατμόσφαιρα και ρυθμό και συμπαθέστατες ερμηνείες συνθέτουν ένα θεατρικό μωσαϊκό για όλα τα γούστα και όλες τις ηλικίες ευφρόσυνο, γοητευτικό και ουσιαστικό. Για λίγες ακόμα παραστάσεις στη σκηνή του Badminton.
Τρίτη 19 Μαΐου 2015