Η παράσταση "Κ.Π. Καβάφης" Αυτοβιογραφούμενος παίζεται στη σκηνή του Θεάτρου Δημήτρης Χορν σε σύνθεση κειμένου και σκηνοθεσία του Γιάννη Φαλκώνη. Όπως άλλωστε δηλώνεται και στον τίτλο, η παράσταση έχει να κάνει με τη ζωή και το έργο του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή και η δομή του κειμένου βασίστηκε κυρίως σε μαρτυρίες τρίτων, συνεντεύξεις, προσωπικά ημερολόγια αλλά και τα ποιήματα του μεγάλου στοχαστή. Και φυσικά επιχειρείται μια προσέγγιση του ανθρώπου Καβάφη, με τους έρωτές του, τα πάθη του, τις σημαντικές στιγμές και σταθμούς της πορείας του, αλλά και μια μεγάλη βουτιά στον πυρήνα της ποιητικής του έμπνευσης και δημιουργίας. Όλα αυτά τα στιγμιότυπα δεν έχουν ένα ενιαίο και συνεχή χωροχρονικό προσδιορισμό, αλλά συνυπάρχουν με διαρκή άλματα και flashback. Η γλώσσα παραμένει στο πνεύμα του Καβάφη, χωρίς επιφάσεις λογιότητας, αλλά αρκούντως ποιητική, δίνοντας και τον επιθυμητό χαρακτήρα της παράστασης.
Ο Γιάννης Φαλκώνης κράτησε τα σκηνοθετικά νήματα, βασιζόμενος στην προσωπικότητα τόσο του αυτοβιογραφούμενου ποιητή, όσο και του ηθοποιού που τον ενσάρκωσε στη σκηνή. Η παράσταση ξεκινά σε ένα υποφωτισμένο σκηνικό και με σχετικά αργό ρυθμό, που επιτείνεται και από το σαγηνευτικά χαμηλότονο και απαγγελτικό τόνο του λόγου του ηθοποιού, αλλά και από την αργή εναλλαγή των σκηνικών κάδρων μεταξύ τους. Τα κείμενα δεν προχωρούν σε βάθος, αλλά δείχνουν απλά να σκαλίζουν την επιφάνεια της προσωπικότητας του μεγάλου ποιητή, δίνοντας μεν κάποιες πληροφορίες για τη ζωή του, αλλά με τρόπο φιλολογικό και μη θεατρικό που θα ταίριαζε σε ένα φιλολογικό βράδυ με θέμα τον Καβάφη, αλλά δεν μπορεί να συντηρήσει μια παράσταση με διάρκεια πλέον του διώρου. Στην οποία σημειωτέον ο ρυθμός δεν επιταχύνει ποτέ και δεν υπάρχουν και έντονα διαλογικά μέρη. Οι στίχοι του Καβάφη που απαγγέλονται είναι μια όαση και συγκεντρώνουν και πάλι το ενδιαφέρον του θεατή στα επί σκηνής τεκταινόμενα, για να ατονήσει όμως και πάλι λίαν συντόμως μέχρι την επόμενη απαγγελία. Η αποσπασματικότητα των στιγμιοτύπων δε βοηθά στην κατεύθυνση της βαθιάς κατανόησης των ιδεών του ποιητή και έδειξαν μάλλον μια έλλειψη ενδελεχούς προηγούμενης έρευνας και προσεκτικής επιλογής των κειμένων. Οι παύσεις πολλές και συχνά εντελώς αποσυντονιστικές, κατακερματίζοντας τη διάθεση του θεατή να παρακολουθήσει τον ειρμό του έργου. Γενικά εισέπραξα την αίσθηση μιας σκηνοθεσίας παλαιάς κοπής, κλασσικίζουσας με ροπή προς την ακαδημαϊκότητα, με παλιακό στήσιμο του ηθοποιού στη σκηνή, κίνηση απόλυτα στημένη και ακρωτηριασμένες εικόνες που έδιναν μεν μια συμπαθή πρόγευση, αλλά έμειναν τραγικά ανολοκλήρωτες.
Ο Κωνσταντίνος Τζούμας, στο ρόλο του Καβάφη, χρησιμοποίησε χαμηλότονα το λόγο, συχνά ηθελημένα και τον εμπλούτισε με μια υφέρπουσα ειρωνεία και ένα λεπτό χιούμορ που πάντα τον χαρακτηρίζει σαν ηθοποιό. Ο χαμηλός τόνος δημιούργησε μια διάχυτη ποιητικότητα στην ατμόσφαιρα, αλλά και κάποια θέματα ακουστικής στην πλατεία, ενώ το χιούμορ και ο σαρκασμός ταίριαξαν με πολλά στιγμιότυπα της ζωής του μεγάλου ποιητή. Έτσι η ερμηνεία του κυμάνθηκε σε υψηλά επίπεδα, χωρίς όμως να νιώσω ότι κάποια στιγμή απογειώθηκε, ίσως και εξαιτίας κάποιων σκηνοθετικών αρρυθμιών και έλλειψης ουσιαστικής κίνησής του στη σκηνή. Ο Αλέξανδρος Νταβρής ως ακόλουθος του Καβάφη, απόλυτα επαρκής και συνειδητοποιημένος στο χαρακτήρα που υποδύθηκε, έδωσε μια υποσχόμενη ερμηνεία και με έπεισε ότι θα ασχοληθούμε πιο ενδελεχώς στο μέλλον μαζί του. Ο Τέλης Ζώτος υποδυόμενος μεταξύ άλλων το Μιλτιάδη Μαλακάση και τον εκδότη του ποιητή Στέφανο Πάργα, χρησιμοποίησε υψηλές φωνητικές οκτάβες και δεν είχε αρμονία με την πιο αισθαντική απόδοση του Τζούμα-Καβάφη, χωρίς ερμηνευτικά να είναι αδιάφορος. Ο Νίκος Ζιάγκος στο ρόλο του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη έδωσε μια "ζεστή" και ώριμη ερμηνεία, συνδυάζοντας την εξωτερική του γοητεία με μια ισορροπημένη εκφορά του λόγου με ένταση και συναίσθημα. Η Ευαγγελία Καπόγιαννη έπαιξε το ρόλο της Ρίκας Σεγκοπούλου με αξιοπρέπεια και σκηνική ισορροπία. Γιάννης Τσιώμου, Ρούλα Αντωνοπούλου, Γιάννης Αγριόμαλλος, Αλέκα Ράπτη, Κώστας Βασιλόπουλος και Μπέττυ Λυρίτη συμπλήρωσαν τους συμπαθείς δεύτερους ρόλους στη σκηνή του Χορν.
Τα σκηνικά του Γιάννη Βλάχου ανταποκρίθηκαν στην φιλολογικότητα του σκηνοθετικού εγχειρήματος και έτσι ήταν απλά και κλασσικά, αλλά χωρίς ίχνος πρωτοτυπίας, ενώ η μουσική του Γιώργου Ψυχογιού λειτούργησε υπέροχα σα μουσικό χαλί στις περισσότερες σκηνές, προσθέτοντάς τους συναίσθημα και ατμοσφαιρικότητα. Τα κοστούμια της Μπέττυς Λυρίτη σε αυστηρή και κλασσική γραμμή αντιπροσωπευτικά της εποχής δράσης του Καβάφη. Οι φωτισμοί του Γιάννη Φαλκώνη και του Θανάση Σταυρόπουλου, ανεπαρκείς στην αρχή, σκοτείνιασαν τη σκηνή, στη συνέχεια βελτιώθηκαν και "ακολούθησαν" τα περισσότερα στιγμιότυπα του Καβάφη. Οι χορογραφίες του Δημήτρη Αντωνόπουλου, χωρίς κάτι το ιδιαίτερο και χωρίς δημιουργική φαντασία.
Συμπερασματικά, είδα μια παράσταση με κείμενο σύμφυρμα λόγου και ποίησης, όχι ιδιαίτερα ολοκληρωμένο, χωρίς σαφείς σκηνοθετικές κατευθύνσεις και με διαθέσεις περισσότερο ενός φιλολογικού απογεύματος στον "Παρνασσό" και λιγότερο μιας βαθύτερης επικοινωνίας με τον Καβάφη και την αισθητική του. Η καλή παρουσία του Κωνσταντίνου Τζούμα στον κεντρικό ρόλο δε σώζει τα προσχήματα, αφού η παράσταση στερείται σαφούς στόχου και προσανατολισμού και κάπως έτσι χάνεται σε μια ποιητική μετριότητα.
Τετάρτη 27 ΜαΙου 2015