Την κλασσική κωμωδία του Μολιέρου "Ταρτούφος" επέλεξε η ομάδα This Famous Tiny Circus theater group να ανεβάσει στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Μάρκελλου. Ένα έργο γραμμένο πριν από 450 χρόνια, αιρετικό για την εποχή του, το οποίο απαγορεύτηκε για 5 χρόνια στο Παρίσι με εντολή του Αρχιεπισκόπου και χρειάστηκε εντατική προσπάθεια του συγγραφέα με διαβήματα και επιστολές προς το βασιλιά Λουδοβίκο το 14ο για να επιτραπεί τελικά η παρουσίασή του. Ο Οργκόν είναι ένας οικογενειάρχης εύπιστος, που εντυπωσιάζεται από την προσωπικότητα που του παρουσιάζει ο Ταρτούφος, τον βάζει σπίτι του, τον περιβάλλει με την απόλυτη εμπιστοσύνη του, του προξενεύει την ίδια του την κόρη που είναι αρραβωνιασμένη με άλλον και φτάνει στο σημείο να αμφισβητεί την ίδια του την οικογένεια και να έρθει σε σύγκρουση με αυτή, πριν πειστεί ιδίοις όμμασι για την υποκρισία και την ψευτιά του συγκεκριμένου χαρακτήρα. Η δραματουργική επεξεργασία της παράστασης ανήκει στον Ανδρέα Στάϊκο, τον Κωνσταντίνο Μάρκελλο και την Ελένη Στεργίου και πέρα από τη συνηθισμένη πλοκή του Ταρτούφου, στο έργο έχει προστεθεί και ένα κομμάτι στην αρχή που δείχνει την αγωνιώδη προσπάθεια του συγγραφέα να αποτινάξει την άρνηση για το ανέβασμα του έργου του, τα γράμματά του προς το βασιλιά και τη δημιουργική αιρετικότητα του κειμένου.
Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος ανέλαβε τη σκηνοθεσία στην παράσταση, με μια ομάδα νέων ανθρώπων και της έδωσε ρυθμό, ροή και καταιγιστική εξέλιξη στην ιστορία. Οι ηθοποιοί του παίζουν κάποιους συγκεκριμένους χαρακτήρες, αλλά δεν παύουν να είναι στην ουσία 8 "γελωτοποιοί", των οποίων τα ονόματα δεν έχουν και μεγάλη σημασία, γιατί χρησιμοποιούνται για να ανάγουν τη συμπεριφορά του Ταρτούφου σε έννοια και ιδέα, κλείνοντας εκεί κάθε έννοια υποκρισίας, φαρισαϊσμού και άχρηστου πουριτανισμού. Η παράσταση φαίνεται εξαιρετικά καλοδουλεμένη, τόσο στη σκυταλοδρομία της εκφοράς του λόγου, όσο και στη συνεχή κίνηση των ηθοποιών στη σκηνή, αλλά και τη δημιουργία κάδρων και εικόνων. Έχει ένα μπρίο, ένα κέφι, μια αθωότητα (π.χ. το μουσικό κουτί, τα μπαλόνια, η τυφλόμυγα), αλλά και μια απλοϊκότητα που μερικές φορές παραπέμπει σε παιδική παράσταση, χωρίς όμως να χάνονται τα ενήλικα νοήματά της. Κάποιες γκριμάτσες, κάποια υπερβολικότητα στο συνεχόμενο της κίνησης και κάποιες απότομα σοβαρές σκηνές, στις οποίες με έναν ελαφρώς δασκαλίστικο τρόπο υποδεικνύονται κάποια κακώς κείμενα, αποπροσανατολίζουν κάπως από τον κεντρικό στόχο του έργου. Αυτός όμως στη ροή της παράστασης επαναπροσδιορίζεται και συνοδεύεται και από ένα βαθύ σαρκασμό στις σκηνές όπου ο Ταρτούφος σέρνεται δεμένος πισθάγκωνα στη σκηνή (θυμίζοντας μάλλον Ιερά Εξέταση), αλλά και στην απολαυστική σκηνή της Σταύρωσης. Κανένας χαρακτήρας δεν είναι υπερτονισμένος ή απομονωμένος, γεγονός που μόνο θετικές σκέψεις μπορεί να εγείρει ως προς τη χημεία και τη συνεργατικότητα της ομάδας, αλλά από την άλλη πλευρά έτσι κανένας χαρακτήρας δεν αναπτύσσεται ή εξελίσσεται πλήρως ηθογραφικά και μένουν ελαφρώς ανολοκλήρωτοι. Στο σύνολό της η παράσταση είναι πάντως εύρυθμη, ατμοσφαιρική, ισορροπημένη και μοιάζει σε πολλά σημεία με ένα ενήλικο παραμύθι που δίνει και τροφή για σκέψη.
Ο Μάριος Ράμμος κρατά το ρόλο του Ταρτούφου και είναι πειστικός στην κίβδηλη θρησκευτικότητα και ευσέβεια του χαρακτήρα του. Χαμηλές και υπολογισμένες οκτάβες στη φωνή του, βλέμμα σεμνό και χαμηλωμένο, μια ελαφρά κύρτωση στους ώμους και χτίζει μια ολοκληρωμένη και δυναμική εικόνα του ήρωα που υποδύεται. Ο Βασίλης Ψυλλάς σαν Οργκόν, ο οικογενειάρχης που τυφλώνεται από τη συμπεριφορά του Ταρτούφου, χτίζει προσεκτικά ένα δισυπόστατο χαρακτήρα του αυταρχικού και συχνά σκαιού πάτερ φαμίλιας που καταπιέζει την οικογένειά του, αλλά και του αφελούς, πλήρως παραδομένου θύματος της ραδιουργίας του Ταρτούφου. Και στις δύο πτυχές του αυθόρμητος και αφοπλιστικός. Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος υποδύεται το χαρακτήρα του Βαλέριου, του αρραβωνιαστικού της κόρης του Οργκόν, είναι ένας χαριτωμένος νεαρός που διεκδικεί με πείσμα, αλλά χωρίς να καταφεύγει σε ακρότητες, όπως και ο ίδιος στην ερμηνευτική του προσπάθεια. Σωστή άρθρωση του λόγου, συνεπής ερμηνεία και πολύ καλή χημεία με την αρραβωνιαστικιά του. Η Δέσποινα Φούντα ως Ντορίν, ακόλουθος της κόρης του Οργκόν, είναι η κατ' εξοχήν κωμική νότα της παράστασης και η παρουσία της στη σκηνή είναι γεμάτη κέφι, μπρίο, κίνηση και ρυθμό, δίνοντάς μου την εντύπωση ότι πραγματικά έζησε και απόλαυσε το ρόλο της. Η Χριστίνα Μαριάνου, στο χαρακτηρα της Μαριάννας, της κόρης του Οργκόν, είναι δυναμική και διεκδικητική βγάζοντας έντονο συναίσθημα στη σκηνή, αλλά και έναν εμμονικό τσαμπουκά, ότι δε θα θυσιαστεί για κάτι που δεν επιθυμεί να κάνει. Η Ράνια Φουρλάνου, στο ρόλο της κυρίας Περνέλ, μητέρας του Οργκόν, είναι ένας χαρακτήρας που ερμηνεύεται επιτυχημένα στο όριο του κόμικ από την ηθοποιό, η οποία του προσθέτει ένα σαρκαστικά κωμικό τόνο. Η Ελένη Στεργίου, σα γυναίκα του Οργκόν, είναι ίσως λίγο περισσότερο δραματική απ'όσο χρειαζόταν σε κάποιες σκηνές, χωρίς όμως να επηρρεάσει ουσιαστικά τη γενική κωμική χροιά του έργου. Τέλος ο Κωνσταντίνος Δαλαμάγκας στο ρόλο του γιου του Οργκόν, μία οργισμένος με τον πατέρα του και μία συμφιλιωτικός, συμπλήρωσε το πολύ καλά δουλεμένο κάστ της παράστασης.
Τα σκηνικά της Γεωργίας Μπούρδα δεν υπερφόρτωσαν τη σκηνή και άφησαν μεγάλο περιθώριο κίνησης, ενώ υπήρξαν πολλά μικρά, έξυπνα και λειτουργικά σκηνικά αντικείμενα, ενίοτε και συμβολιστικά, όπως τα κάδρα. Τα κοστούμια της ίδιας, λειτουργικά και εναλλασσόμενα. Η μουσική του Γιώργου Κασαβέτη έδωσε ένταση στην εύθυμη νότα της παράστασης και αποτέλεσε καλό συνδετικό κρίκο κάποιων σκηνών. Η Ελίζα Αλεξανδροπούλου επιμελήθηκε τους ακριβέστατους και ατμοσφαιρικούς φωτισμούς, ενώ η κίνηση (συνεχής και ίσως σε κάποιο σημείο υπερβολής) και η αρμονική και καλοκουρδισμένη χορογραφία ανήκε στη Χρυσηίδα Λιατζιβίρη.
Συμπερασματικά, είδα μια δροσερή και κεφάτη παράσταση από μια ομάδα νέων ανθρώπων, που κατάφερε να φωτίσει τη γνωστή ιστορία του Ταρτούφου και να δώσει τη δική της πινελιά σε αυτή. Υπήρξαν κάποιες μικροαστοχίες και σε κάποιες προσεγγίσεις έχω μικροενστάσεις, αλλά η παράσταση ήταν δουλεμένη στη λεπτομέρεια, είχε αισθητική, με διασκέδασε και κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον μου μέχρι το τέλος.