«Πρέπει να υπάρξει κάποιος, που να κυβερνήσει το καράβι. Κάνει νερά από παντού, είναι γεμάτο εγκλήματα, ηλιθιότητα, δυστυχία. Και το τιμόνι παραδέρνει εκεί κάτω. Το πλήρωμα δεν θέλει να κάνει τίποτα, δεν έχει νου παρά πώς να γδύσει το αμπάρι κι οι αξιωματικοί σκαρώνουν κιόλας μια βολική σχεδία μόνο για αυτούς, παίρνοντας και όλο το γλυκό νερό του καραβιού για να γλιτώσουν τουλάχιστον το δικό τους το τομάρι! Και το κατάρτι τρίζει κι ο άνεμος ουρλιάζει και τα πανιά θα ξεσκιστούν κι όλα τούτα τα κτήνη θα ψοφήσουν όλα μαζί επειδή δεν σκέφτονται παρά το τομάρι τους-το πολύτιμο τομάρι τους και τις μικροδουλίτσες τους. Νομίζεις, λοιπόν, πως τέτοιες ώρες, έχεις καιρό να κάνεις τον δύσκολο, να λογαριάσεις αν πρέπει να πεις ναι ή όχι, να αναρωτηθείς μην τυχόν το πληρώσεις πολύ ακριβά κάποια μέρα κι αν θα μπορείς να είσαι άνθρωπος έπειτα; Αρπάζεις το τιμόνι, ορθώνεσαι μπροστά στο θεόρατο κύμα και πυροβολείς στο σωρό,τον πρώτο που προχωρεί. Στο σωρό. Δεν έχει ονόματα εκεί. Σαν το κύμα που έρχεται και σπάει στη γέφυρα μπροστά σου. Ο άνεμος σου χαστουκίζει το πρόσωπο κι αυτό που πέφτει δεν έχει όνομα. Μπορείς και να ήταν εκείνος που σου έδωσε χθες βράδυ,χαμογελώντας τη φωτιά του. Δεν έχει πια όνομα.Κι ούτε και συ, γαντζωμένος στο τιμόνι έχεις όνομα… Μόνο το καράβι έχει όνομα και η τρικυμία!». Στην σκηνή του Νέου Ελληνικού Θεάτρου ο Γιάννης Μπέζος «πυρπολείται» και «πυρπολεί» το κοινό. Έχει γίνει ο Κρέοντας στην «Αντιγόνη» του Ανούιγ και μαγεύει το κοινό στον μονόλογο-φωτιά. Πάλετται, δονείται,
στάζει αλήθεια ζωής, κεντά με δεινότητα,με κύρος, με συνέπεια,με ακρίβεια δεξιοτεχνική. Δεν «παίζει» τον Κρέοντα-«γίνεται»αυτός και προσπαθεί με όλη του την δύναμη να πείσει την Αντιγόνη,την ανιψιά του, να κάνει πίσω, να μην πάει ξανά να θάψει το σώμα του αδελφού της που εκείνος διέταξε να μην σκεπαστεί με χώμα. Συναρπαστικός στον τρόπο που το προσπαθεί και το παλεύει. Με κάθε τρόπο.
Με γλυκό και τρυφερό τρόπο,με χάδι.Και έπειτα με τρόπο σκληρό,απότομο,κυνικό,με βία-είναι σκηνές που κόβει την ανάσα. Κι όταν έρχεται η ώρα του εν λόγω μονολόγου συνταράσσει. Ο σπουδαίος λόγος του Ανούιγ μεταφρασμένος με έξοχο τρόπο απ’ τον Μάριο Πλωρίτη-μια μετάφραση που έκανε το ’42 για το Τέχνης και είναι σαν να φτιάχτηκε χθες!- ευτυχεί στην ερμηνεία - ψυχής που κάνει ο Μπέζος.
Ρεσιτάλ ερμηνείας πετυχαίνει ο εξαίρετος ηθοποιός στο νέο του θεατρικό «στοίχημα» και μεθά το κοινό απ’ την ώρα που εμφανίζεται στην σκηνή μέχρι τη στιγμή που ρημαγμένος στο φινάλε του έργου που’ χει χάσει γιο, γυναίκα, ανιψιά λέει -συγκλονιστικά!- την ατάκα «Είμαστε όλοι πληγωμένοι θανάσιμα».
Ένας πλήρης ηθοποιός στην απόλυτη ωριμότητά του. Σε μια λεπτοδουλειά πολλών καρατίων. Στον Κρέοντά του επιδεικνύει την μεγάλη γκάμα του. Οι κωμικές νύξεις, τα πειράγματα απ’ τη μια και από την άλλη οι έξοχες δραματικές κορυφώσεις. Ο ίδιος υπογράφει και την σκηνοθεσία της δουλειάς.
Σε ένα λιτό, σχεδόν άδειο σκηνικό-μια καρέκλα κι ένας καθρέφτης είναι τα μόνα αντικείμενα που’χει χρησιμοποιήσει-, με τον χώρο και τα κοστούμια στις αποχρώσεις του γκρι,ρίχνει όλο το βάρος στο ακριβό κείμενο και στους ηθοποιούς του. Καθαρών γραμμών η παράσταση, καθαρών και λιτών γραμμών και οι ερμηνείες. Η Ηρώ Μπέζου, έχει την καθαρότητα και την αθωότητα,την δύναμη-ψυχής που απαιτεί ένας ρόλος-ογκόλιθος όπως αυτός της Αντιγόνης και είναι αξιοζήλευτος ο τρόπος που την «ντύνεται»-με σπάνια εσωτερικότητα, με αλήθεια, με σκηνική άνεση που δεν βλέπεις σε τόσο νέους ηθοποιούς όσο εκείνη. Άψογα διδαγμένη από τον Γιάννη Μπέζο, κερδίζει και τον πιο δύσκολο και απαιτητικό θεατή. Στις σκηνές που πλέον επιτίθεται στον Κρέοντα μιλώντας του στον ενικό και κατακρίνοντας την κυνικότητά του ,είναι έξοχη με μια δύναμη σπαρακτική. Καλές ερμηνείες πετυχαίνουν στο πλάι τους ο Γιάννης Στόλλας-με συνέπεια και με μέτρο πάντα-, ο Δημήτρης Κανέλλος -ο φρουρός του αρέσει και στις κωμικές στιγμές του και σ’αυτή του φινάλε-, η Κωνσταντίνα Νταντάμη, η Ελένη Κούστα, ο Κώστας Τραφαλής, η Ντένια Στασινοπούλου και ο Παναγιώτης Κατσώλης.
Σπεύστε να απολαύσετε την «Αντιγόνη» τους.
Comments
RSS feed for comments to this post