Τελειώνει ο Φλεβάρης και στην σκηνή του 104 το καλοκαίρι είναι κανονικότατο. Τόσο κανονικό που στα πέντε πρώτα λεπτά πετάς από πάνω σου τα πλεκτά της τεχνητής ζέστης. Μπροστά μου μια βεράντα, όχι συνηθισμένη. Από αυτές τις καλοστεκούμενες με τα σκόρπια ρετρό αντικείμενα τοποθετημένα στο χώρο με φροντίδα. Ξεχωρίζω μια καρέκλα από αυτές που για να κάτσεις θες οπωσδήποτε μαξιλαράκι και αμέσως θυμάμαι ενήλικες κουβέντες και παγωμένα αναψυκτικά σε μπαλκόνια που πάντα βαριόμουν. Παιδί που ήθελε να κυκλοφορεί ξυπόλητο. Εγώ τότε.
Είναι καλοκαίρι και όποιος είναι μέρος ενός τέτοιου σκηνικού κάτω από έναν υποτιθέμενο αθηναϊκό ουρανό –που έτσι και αλλιώς έχει την ευλογία των θεών- σίγουρα πρέπει τουλάχιστον για δέκα λεπτά της μέρας να φρενάρει την ευτυχία του με λίγη σιωπή. Οι ιδιοκτήτες όμως, η Βερίνα και ο Γιώργος επιλέγουν την κόπωση της αυτοαναίρεσης μέσα από συνεχείς σιδερογροθιές ο ένας στο στομάχι του άλλου. Μια γυναίκα (Σύνθια Μπατσή) γεννημένη για τον έβδομο όροφο μιας πολυκατοικίας στο Κολωνάκι. Ένας άνδρας (Κωνσταντίνος Καϊκής), γιος μιας που επέλεξε να πεθάνει με τη θέλησή της και ενός νευρωτικού που απεχθάνεται. Όχι, μην πέφτεις. Ο ίδιος είναι μια πράα φιγούρα με χιούμορ και με αυτή την έλλειψη σθένους που χαρακτηρίζει τις υπερπροστατευόμενες υπάρξεις. Στο σχολείο σίγουρα τον έλεγαν «φλώρο» και στο πρώτο του ραντεβού σίγουρα τα έκανε θάλασσα. Ζευγάρι αυτοί οι δύο. Ζευγάρι από αυτά που αυτοτιμωρούνται με το να δέχονται την πλήξη σαν φυσική κατάληξη ενός έρωτα που κράτησε ενάμιση μήνα. Ένα βράδυ, και ενώ βουλιάζουν στους καναπέδες της βεράντας που περιέγραψα η Βερίνα του προτείνει να παίξουν το τελευταίο τους χαρτί κάνοντας Swinging μπας και λειτουργήσει ανανεωτικά η ένταση ενός τέτοιου ερωτικού παιχνιδιού. Οι υποψήφιοι εραστές τους είναι ένα τυχαίο ζευγάρι, ο Θεμιστοκλής και η Αλίνα. Αυτός τραγουδιστής της ομοιοκατάληκτης καγκουρέ καψούρας, αυτή (Ζωή Καραβασίλη) μια αθώα σε ανοιχτούς τόνους κοπέλα που ονειρεύεται να γίνει ηθοποιός χωρίς να δεσμεύεται με τους όρκους της ασυμβίβαστης. Καμία σχέση με τους «πληγμένους» του έβδομου ορόφου. Εντελώς ανορθόδοξα και με κωμική ασυνεννοησία επιχειρείται να σπάσει ο πάγος της αρχής για να έρθει αβίαστα η συνέχεια. Γελάω, γελάς, γελά. Ο Λάζαρος Βαρτάνης, ο Θεμιστοκλής, είναι τόσο μέσα στα νερά του πρωτοπαλίκαρου της νύχτας που θες να τον ρωτήσεις πώς πέτυχε τόσο ανεπιτήδευτα την ξεπατικωτούρα. Τα αδιέξοδα το ένα μετά το άλλο. Η εξευγενισμένη παράνοια των μεν χτυπάει με γδούπο πάνω στον αμοντάριστο χείμαρρο των δε. Στην ατμόσφαιρα η ερωτίλα ανύπαρκτη. Οι έλξεις ανεπαίσθητες. Μέχρι τα θερμότερα υλικά να κάψουν την πόλη και εκεί πάνω στον ίλιγγο του «δεν υπάρχει αύριο» να έρθει η τάξη των πραγμάτων. Το κέντρο της Αθήνας ξανά έτοιμο να καταπιεί μια ακόμη διαδήλωση. Τα μαγνητικά πεδία επαναπροσδιορίζονται. Η εικοσάχρονη Αλίνα φεύγει με τον Γιώργο. Η Βερίνα κάμπτει τις ολόισιες γραμμές της και χώνεται στα σίγουρα μπράτσα του Θεμιστοκλή. Η αλήθεια συναντάται στην πιο ακραία αντίθεση.
Το κείμενο μοιάζει να είναι προϊόν ευφυούς παρατήρησης. Διάλογοι και μονόλογοι όχι στο «εν δυνάμει», αλλά πραγματωμένοι μόλις πριν λίγο. Με την «εξειδικευμένη» γλώσσα της κάστας να υπάρχει χωρίς να κουράζει. Η πραγματικότητα τόσο από την συγγραφέα, την ταλαντούχα Αλεξάνδρα Κ*, όσο από τον σκηνοθέτη της παράστασης, τον πολυτάλαντο Κωνσταντίνο Ασπιώτη, είναι ιδωμένη χωρίς να έχει προϋπάρξει μεγέθυνση ή σμίκρυνση. Απλά. Χωρίς τεντωμένες υπερβολές, χωρίς τη «δύναμη» του τσιτάτου. Τη βλέπεις, τη νιώθεις. Αρκετές φορές αισθάνθηκα ότι έχω ακούσει ατόφιους τους μονολόγους της δηθενοκουλτούρας και της «ασυμβίβαστης τρεντολαικιάς νεότητας» και εκτός σκηνής. Ναι σίγουρα.
Η παράσταση έχει ενέργεια που δε φθίνει ούτε δευτερόλεπτο. Και αν διαλέξεις να πας Κυριακή που είσαι επιρρεπής στη μελαγχολία να το κάνεις γιατί θα φύγεις με μια μπαταρία δώρο και τη μελαγχολία να έχει κάνει φτερά. Και βρέθηκα αντιμέτωπη με κάτι που ξέρω ήδη καιρό: Αντιλαμβάνεσαι καλύτερα τι συμβαίνει στον τόπο που αναπνέεις, όταν ο έρωτας έχει τον πρώτο λόγο στη ζωή σου. Τότε και της επανάστασης είσαι μέρος γιατί ξέρεις ότι αν είναι να χαθείς, θα χαθείς αρτιμελής και ενώ αγαπάς και αγαπιέσαι. «Να’ ρθω μαζί σου;». Παραφράζω: «Άφησέ με να’ ρθω μαζί σου» για να προχωρήσει ένα χρόνο ο κόσμος..
Ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο: Αλεξάνδρα Κ*
Σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ασπιώτης
Μουσική: Θέμης Καραμουρατίδης
Σκηνογραφία – ενδυματολογία: Ηλένια Δουλαδίρη
Φωτισμοί: Γιώργος Σπηλιόπουλος
Βοηθοί σκηνοθέτη: Λάζαρος Βαρτάνης, Ελένη Κάκκαλου
Δραματολόγος: Αναστασία Διαμαντοπούλου
Φωτογραφίες: Μαρίλη Ζάρκου
Ερμηνεύουν οι ηθοποιοί: Λάζαρος Βαρτάνης, Κωνσταντίνος Καϊκής, Ζωή Καραβασίλη, Σύνθια Μπατσή
Στο ραδιόφωνο: «Cafe Society» (Κωνσταντίνος Τζούμας, Μουσική επιμέλεια: Kafka)
"104", Ευμολπιδών 41, Γκάζι (Μετρό Κεραμεικός)
Τηλ. 210 3455020