«Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς».
Τίτλος έργου. Και σχέσεων. Όλων των σχέσεων, αν το καλοσκεφτούμε. Γιατί η αγάπη είναι ρευστή κι αέρινη, ακολουθεί τα ανοδικά ρεύματα των ποταμών και του ανέμου, και ξαφνικά γκρεμοτσακίζεται άτσαλα, πριν απογειωθεί ξανά στον ουρανό.
Μάνα και κόρη. Καμία σχέση δεν είναι πιο ευλογημένη από αυτήν. Πιο κοντινή, πιο δύσκολη. Σάρκα από τη σάρκα, και το φύλο κοινό. Μην ακούτε αυτά που λένε για τις μανάδες και τους γιους. Εκεί παίζουν άλλα, εξίσου φυσικά, εξίσου έντονα και σπουδαία, αλλά εντελώς, παντελώς, απολύτως διαφορετικά. Η μάνα είναι η αρχή της κόρης. Η κόρη είναι η συνέχεια της μάνας. Σχέση αδιαίρετη και παντοδύναμη, όπως αυτή που έχεις με τον εαυτό σου.
Τι γίνεται, όμως, όταν με τον εαυτό σου δυσκολεύεσαι να συναντηθείς;
Έχει συμβεί σε όλους μας. Συνέβη και στην Πέγκυ Τρικαλιώτη- «μέχρι τα 33, 34 εγώ και ο εαυτός μου δεν είχαμε ακόμα βρεθεί», μου λέει.
Συνέβη και στη φετινή θεατρική ηρωίδα της- μια ηρωίδα που έζησε ανάμεσά μας, πόνεσε, φοβήθηκε, δίψασε και έγραψε. Πολλοί από μας διαβάσαμε τον βραβευμένο στο εξωτερικό «Υπνοβάτη» της Μαργαρίτας Καραπάνου. Πολλοί από μας είχαμε διαβάσει και τα «Ψάθινα καπέλα» της μητέρας της, Μαργαρίτας Λυμπεράκη. Ελάχιστοι, όμως, γνωρίζαμε το είδος του δεσμού που είχαν οι δύο Μαργαρίτες. Πόσο δυσκολεύονταν να συναντηθούν. Πώς έσμιγαν και χώριζαν με τον δικό τους τρόπο, έχοντας μεταξύ τους μια αγάπη πιθανώς αληθινή, αλλά δυσανάγνωστη και δύσβατη-ακόμα και για τις ίδιες.
Τα μάθαμε όλα αυτά στο θέατρο «Βασιλάκου», μέσα από το «Δε μ’ αγαπάς. Μ΄αγαπάς», που έγραψε η Φωτεινή Τσαλίκογλου και σκηνοθέτησε με λιτότητα ο Πέτρος Ζούλιας, αφήνοντας τη δύναμη της αλληλογραφίας των δύο γυναικών (πάνω στην οποία βασίστηκε το θεατρικό) και την ενέργεια δυο εξαίσιων πρωταγωνιστριών να μεταδώσουν το βάρος των μηνυμάτων και των συναισθημάτων-επί σκηνής και κάτω από αυτήν.
Η θέαση του έργου δεν είναι εύκολη υπόθεση. Καταρχάς, επειδή η ένταση που αναβλύζει ο ρόλος της «κόρης» Πέγκυς Τρικαλιώτη είναι στιγμές-στιγμές επώδυνη-για θεατή και ηθοποιό. Αφετέρου, επειδή το θέμα μιας μάνας που κλείνει τ’ αυτιά στις απελπισμένες εκκλήσεις του παιδιού της για προσοχή «δαγκώνει», και σχεδόν αναγκάζει το κοινό να βγάλει καταδικαστική απόφαση εις βάρος της.
Εδώ , βέβαια, υπάρχει μια Ρένη Πιττακή. «Μια υπέροχη, ανάλαφρη ντάμα, μια εκπληκτική ηθοποιός», όπως την αποκαλεί η Πέγκυ, πρώην μαθήτριά της. Η Ρένη, που λέτε, αναλαμβάνει να τυλίξει την εγωκεντρική, ματαιόδοξη (ακόμα και ερωτικά ανταγωνιστική προς το ίδιο της το σπλάχνο) ηρωίδα της με το παντοδύναμο άλλοθι της Τέχνης. Για τη Λυμπεράκη του έργου, η συγγραφή ήταν η ανάσα της. Ήταν δέσμια της πένας της, εγκλωβισμένη στο χαρτί και στο κυνήγι της έμπνευσης, άρα όχι αρκετά ελεύθερη για να αγαπήσει κάποιον άλλον περισσότερο από τη δουλειά της-ούτε καν την κόρη της.
Η μάνα Ρίτα στο Παρίσι, η κόρη Μαργαρίτα στην Ελλάδα. Έσμιγαν μέσα από γράμματα. Κι όταν αυτά αργούσαν, η Ρίτα πάθαινε πανικό. Γιατί αγαπούσε τη Μαργαρίτα της όσο άντεχε, την αγαπούσε σαν ιδέα, μια ιδέα κόρης, αόρατα παρούσας.
«Δεν ήσουν φτιαγμένη για να γίνεις μητέρα». Κάπως έτσι συνοψίζει η Μαργαρίτα Καραπάνου της παράστασης όλα τα χρόνια που πέρασε χωρίς τη μαμά της. Καθώς μεγάλωνε, η γιαγιά κρατούσε κάπως τα μπόσικα. Όταν εκείνη πέθανε, ήρθε ο φόβος. Και τα συμπτώματα της ασθένειας που ταλαιπώρησε επί χρόνια τη νεότερη συγγραφέα. «Φαντάζομαι πως κάποιοι θα νομίζουν ότι παίζω απλώς υστερικά», λέει γελώντας η Πέγκυ. «Γιατί στο έργο δεν αναφέρεται ξεκάθαρα ότι η Καραπάνου έπασχε από διπολισμό, μια πολύ σοβαρή ασθένεια».
Το να ερμηνεύει κανείς μια διπολική προσωπικότητα είναι εξοντωτικό. Το αισθάνομαι στη διάρκεια της παράστασης, όπου η Τρικαλιώτη (καινούρια μητέρα και η ίδια, οπότε αντιλαμβάνεστε τις σκέψεις που πυροδοτεί το έργο στο μυαλό της) μπαινοβγαίνει αδιάκοπα σε διάφορα δωματιάκια του μυαλού της ηρωίδας της, πότε ως χαρούμενη παιδούλα, πότε ως τρομαγμένη Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, πότε ως ένα πλάσμα στα άκρα, που τραντάζεται από ανεξέλεγκτες κρίσεις. Το διαπιστώνω και όταν πηγαίνω στο καμαρίνι της και τη βρίσκω πλήρως αδειασμένη από ενέργεια. «Αντέχεις να βρίσκεσαι συνεχώς στα κόκκινα;» ρωτάω μια ηθοποιό που αποδεδειγμένα ειδικεύεται στο δράμα. Δεν αντέχει, ομολογεί. Απολαμβάνει το έργο και τον δυνατό της ρόλο αλλά έχει αρχίσει ήδη να ονειρεύεται τις διακοπές «με το μωρό της στο κεφάλι» και να ελπίζει ότι κάποια στιγμή θα της προτείνουν επιτέλους...μια κωμωδία.
Το «Δε μ΄αγαπάς. Μ΄αγαπάς» με άγγιξε βαθιά και με συγκίνησε μέχρι δακρύων. Για τον σπαραγμό και την αλήθεια του. Μοναδικό του μειονέκτημα, κατά τη γνώμη μου, μια μικρή «κοιλιά» που ένιωσα περίπου μισή ώρα πριν το τέλος. Μια επανάληψη λόγων και πράξεων μεταξύ των δύο γυναικών, όταν πλέον όλα για τη σχέση τους είχαν ειπωθεί. Όμως ειπώθηκαν για μία ακόμα φορά, προφανώς για να εξυπηρετήσουν την αφήγηση της ιστορίας στο φόντο, η οποία δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί. Γιατί, πίσω από το κυρίαρχο στόρι, αναδύεται ο καμβάς επάνω στον οποίο κινήθηκαν οι δύο συγγραφείς: το Παρίσι και η Ελλάδα του ΄60 και του ΄70. Ο Μάης του ΄68, η εισβολή στην Κύπρο, η απαλλαγή από τη χούντα. Οι συνειρμοί με το σήμερα, αναπόφευκτοι. Και, δυστυχώς, επώδυνοι. Γιατί διαπιστώνεις ξανά ότι η Ιστορία όντως κάνει κύκλους. Και ότι η ζωή δεν παύει ποτέ να κλείνει το μάτι περιπαικτικά σε όσους κάνουν σχέδια για αιώνια επανάσταση- ή για αιώνια εξουσία.
Τελικά, το μόνο που απομένει είναι πράγματι η αγάπη.