''Το φιλί του Ιούδα'' του David Hare, σκηνοθετημένο από την Μαργαρίτα Δαλαμάγκα - Καλογήρου, είναι ο ορισμός του ρεαλιστικού, αφηγηματικού θεάτρου. Μεγάλο σε διάρκεια (120 λεπτά) κινδυνεύει άνα πάσα στιγμή να γίνει φλύαρο και στείρα ακαδημαϊκό με τα παλιακά (υποθέτω, ηθελημένα) σκηνικά - κοστούμια (ιδιαίτερα στο α΄μέρος) του Τόλη Τατόλα και τις μάλλον ατυχείς μουσικές επιλογές (κομμάτια των...Metallika και folk-rock αγγλικές μπαλάντες) του Γιάννη Βολλέλη. Ιδιαίτερα το μουσικό κομμάτι της παράστασης, έτσι όπως παρεμβαίνει για να τονίσει τη δραματικότητα ορισμένων στιγμών, θα μπορούσε να σχετίζεται περισσότερο με τη βικτωριανή εποχή - πόσω μάλλον όταν έχουμε, όπως προείπα, μία εξ ολοκλήρου ρεαλιστική και αφηγηματική αντιμετώπιση του έργου. Και εδώ ακριβώς είναι που με ξένισαν και άλλα σκηνοθετικά στοιχεία, το άναμμα του φωτός του γκαζιού λόγου χάριν, που γίνεται στον ''αέρα'' και που δεν συνάδει με την υπόλοιπη ''γραμμική'' σκηνοθεσία.
Η παράσταση ξεκινάει τόσο στο α΄, όσο και στο β΄μέρος, με τον ηθοποιό Τίτο Λίτινα ως μπάτλερ και ως Ιταλό εραστή του Μπόζι αντίστοιχα, να κρύβει τη γύμνια του, δίνοντας εξ αρχής το στίγμα μιας ''πιπεράτης'' γκέι παράστασης - αυτές ήταν οι οδηγίες του συγγραφέα David Hare, αυτές ακολούθησε πιστά και η σκηνοθέτιδα. Ολόκληρο το έργο ούτως ή άλλως εστιάζει στη σχέση του Όσκαρ Ουάιλντ με τον νεαρό λόρδο Άλφρεντ - Μπόζι και τον πιστό του, Ρόμπι Ρος, ο οποίος ως γνωστόν παρέμεινε πιστός στον Ουάιλντ ακόμη και μετά το θάνατο του μεγάλου Ιρλανδού δραματουργού.
Στο α' μέρος, την πρώτη ώρα δηλαδή, παρακολουθούμε την αυτοκαταστροφή του Ουάιλντ μέσα σ'ένα δωμάτιο του περίφημου ξενοδοχείου Candogan, αφού από στιγμή σε στιγμή θα έρθει η αστυνομία να τον συλλάβει ύστερα από το ανελέητο κυνηγητό νομικής φύσης που εξαπέλυσε εναντίον του ο πατέρας του νεαρού λόρδου. Μάταια ο Ρόμπι Ρος προσπαθεί να τον πείσει να εγκαταλείψει την πόλη με το πρώτο τραίνο, αυτός έχει ήδη πάρει την απόφαση να μείνει μαζί με τον Μπόζι.
Στο β΄μέρος και τη δεύτερη πράξη του έργου, μεταφερόμαστε στη Νάπολη μετά από λίγα χρόνια, όπου έχουν καταφύγει ο Όσκαρ με τον Μπόζι και τα πρώτα σύννεφα στη θυελλώδη ερωτική σχέση τους είναι γεγονός. Ο Όσκαρ βουλιάζει στο αλκοόλ και παρακολουθεί τον Μπόζι να αμφισβητεί ακόμη και την ίδια του την ομοφυλοφιλική φύση, δέσμιος των οικογενειακών συμβάσεων και βασικά του χρήματος. Στο τέλος, ο λόρδος εγκαταλείπει τον ποιητή, προκειμένου να επιστρέψει στην ασφάλεια της κοινωνικής του τάξης, κι εκείνος μένει μόνος να κάνει έναν σύντομο τραγικό απολογισμό του καταραμένου βίου του.
Ένα ολότελα σχηματικό έργο δηλαδή που αποπειράται επιτυχώς να στηλιτεύσει την Εξουσία του Πάθους απέναντι στην Εξουσία του Περίγυρου και εν προκειμένω της συντηρητικής βρετανικής αριστοκρατίας.
Και για να κλείνω με τα ατού της παράστασης, αυτά είναι σίγουρα οι ερμηνείες! Ο Μάνος Καρατζογιάννης πλάθει έναν ευφυή, συχνά μεθυσμένο, αλλά και με φλεγματικό χιούμορ, Όσκαρ Ουάιλντ μέσα στη ντεκαντάνς του. Αποφαίνεται συμπαθής και κάνει τον θεατή μέτοχο στα πάθη του, ίσως και να τον εξοργίζει ακόμη όταν τον φέρνει αντιμέτωπο με το ομοφοβικό στάτους της εποχής και της κοινωνίας που διαδραματίζεται το έργο. Όλα αυτά σαφώς συστήνουν μια ερμηνευτική επιτυχία εκ μέρους του πρωταγωνιστή Καρατζογιάννη.
Ο Αλέξανδρος Αμερικάνος είναι ο λόρδος Άλφρεντ-Μπόζι που με μία φυσική νευρικότητα υποδύεται τον κυνικό αδίστακτο εραστή του Ουάιλντ, υπαίτιο στην ουσία για τα δεινά του ποιητή. Διότι, περισσότερο έβλαψε τη ζωή και την καριέρα του Ουάιλντ το πάθος του γι'αυτόν τον άνθρωπο παρά οι ''κατακριτέες'' - για την εποχή - ομοφυλοφιλικές προτιμήσεις του. Η προδοσία του φίλου, εραστή και συντρόφου και όχι το κυνηγητό μιας ολόκληρης κοινωνίας οδήγησε τελικά τον Όσκαρ Ουάιλντ στην παρακμή και στο θάνατο. Η ιστορία μάλιστα απέδειξε πως ενώ ο λόρδος Μπόζι, μετά το θάνατο του ποιητή, αναγορεύθηκε από κάποιους σε εξίσου σημαντικό ποιητή, ο ίδιος έμπλεξε με αντισημιτικούς - προδρομικούς του ναζισμού - κύκλους, πολέμησε λυσσαλέα την ομοφυλοφιλία και διεκδίκησε τα δικαιώματα από τα έργα του Ουάιλντ.
Στον αντίποδα, ο Βασίλης Μαργέτης είναι ο πάντα πιστός στον Όσκαρ Ουάιλντ, εκδότης, φίλος και πρώτος εραστής του, που μισεί τον Μπόζι και προσπαθεί να ''εκλογικεύσει'' τον ποιητή, βγάζοντας τον με βίαιο τρόπο ενίοτε από τις αυτοκαταστροφικές και απόλυτα ποιητικίζουσες ως συνθήκες, τάσεις του. Αυτός είναι που του φέρνει το γράμμα της γυναίκας του, Κονστάνς, και που στο τέλος τον αποχαιρετά, προσφέροντας στην παράσταση την πιο συγκινητική, στα όρια του μελό, στιγμή της.
Όσο για τον Τίτο Λίτινα, ιδιαίτερα στη δεύτερη πράξη, είναι πραγματικά ο Ιταλός λαϊκός εραστής του Μπόζι που δε σκαμπάζει ούτε από ποίηση, ούτε από τη σχέση των δύο ανδρών, προσφέρει μόνο τις ''υπηρεσίες'' του και δίνει αφορμή ως χαρακτήρας στον συγγραφέα Hare να προσθέσει μια χιουμοριστική νότα στην τραγική προσωπική ιστορία του Όσκαρ Ουάιλντ.
Στα συν ακόμη της παράστασης το πρόγραμμα - βιβλίο που διατίθεται με ολόκληρο το έργο του David Hare στη μετάφραση της Δαλαμάγκα - Καλογήρου, αλλά και τα κλειδιά που δίνονται στους θεατές, κάνοντας κι αυτούς ''ένοικους'' του Cadogan Hotel, όπου διαδραματίζεται η πρώτη πράξη!