ΙΔΟΥ Ο ΝΥΜΦΙΟΣ
Ο Δημήτρης Λιγνάδης με την εγγράμματη ματιά της Εύας Νάθενα, έστησε αρχικά μια απρόβλεπτη, βαλκανικής ομορφιάς εικόνα με το άναμμα της φλόγας ενός επαρχιακού αναθήματος - εικονοστασίου από τη Γιώτα Βέη, αφιερωμένο σε παράταιρους χριστιανούς αγίους για να προβάλει ο «ανοίκειος» θεός Διόνυσος στην φωτιστική στήλη που ορθώνεται ως απρόβλεπτο σύμβολο φαλλού.
Ο Λιγνάδης είναι ένας ευφυής σκηνοθέτης με αιχμές και νευρώσεις.
Παρακολούθησα την παράσταση στο θέατρο της Πέτρας. Ανάμεσα σε ένα λαϊκό κοινό και σε μια συνθήκη όπου η γειτνίαση με τη δημοτική καφετέρια καταργούσε σε μεγάλο βαθμό την πρόθεση του σκηνοθέτη να μεταβάλει την ιερή σιωπή του σε ιερή δραματουργία.
Μια δραματουργία, σχεδόν installation, που πέρα από τους άξιους επαγγελματίες ηθοποιούς του διέθετε, είχε ένα κατά την προσωπική μου γνώμη, αλώβητο ροκ δραματουργικό πλεονέκτημα, απολύτως αναγκαίο για μια τόσο ειδική τραγωδία, την άφθορη ηρωική φυσική τάξη του ηθοποιού Σάκη Ρουβά.
Ναι, δεν ήταν η «Αντιγόνη» του Λευτέρη Βογιατζή που είχαμε παρακολουθήσει με κατάνυξη στο θέατρο της Πέτρας το 2007. Όπου ο Λευτέρης Βογιατζής ξαναέστησε με τη Χλόη Ομπολένσκυ μια άλλη εκδοχή από εκείνη της Επιδαύρου (είχε επιβάλει δικαίως στο δήμαρχο Πετρούπολης για τις ώρες της παράστασης να ΜΗΝ ακούγεται η μουσική από τη γειτνιάζουσα καφετέρια). Και είναι ανήθικο να συγκρίνουμε και να καθιστούμε ένοχους όλους εκείνους του καλλιτέχνες που δεν ξεπερνούν ένα τέτοιο ανεπανάληπτο καλλιτεχνικό μέγεθος και βάθος.
Ο Λιγνάδης τράβηξε ωστόσο όλα εκείνα τα μυστηριακά πέπλα και εκρήξεις του συχνά δυσνόητου έργου, ώστε το τραυματισμένο από τα προβληματικά δημοσιεύματα γραφιάδων με σύνδρομα αφασικής αγνωσίας κοινό, «ανθρώπων του Χριστού και του Δικαίου», μιας προωθημένης με ρόπαλα καλλιτεχνικής Δημοκρατίας, να δει ως τα όρια.
Ο αποκαθαρμένος Σάκης Ρουβάς είναι ο Διόνυσος εξ αποκαλύψεως. Είναι η υποστασιακή φύση του Θεού. Κι αυτό είναι μεγάλο «πνευματικό» κατόρθωμα του Λιγνάδη, αυτή η επανατοποθέτηση και φετιχοποίηση της λαγνείας - λατρείας Θεού από ένα παράδοξο και κατασκευασμένο ποπ υλικό της τρέχουσας «αγοράς».
Η εκδοχή του Λιγνάδη δεν επαναστατεί, δεν έχει έπαρση. Δεν πέφτει σε καμία παγίδα αλλόκοτης συμμετρίας. Δεν κάνει την «ψωνάρα» του (όπως στην εκδοχή των Βατράχων του Αριστοφάνη πριν μερικά χρόνια στην Επίδαυρο).
Δεν απαιτεί ένα ειδικό αισθητήριο, «προσόν» που ακατανόητα της στέρησε την κάθοδό της στην ορχήστρα της Επιδαύρου. Είναι εξαιρετικά διαφανής και φτιαγμένη έτσι ώστε να γίνεται απόλυτα κατανοητή. Σαν ένα εξαιρετικής πνευματοποιημένης αισθητικής videoclip.
Με πειθαρχία και απέριττη υποκριτική μανία υπηρέτησαν την ιδέα του Λιγνάδη οι Πατεράκη, Καρατζογιάννης, Πασσάς και Κίτσου.
Η μετάφραση του Γιάννη Λιγνάδη υπηρέτησε τη λεκτική συνείδηση της σκηνοθεσίας, με έναν πρωτοφανή εστετισμό.
Ο χορός των Βακχών κλονίζεται διαρκώς από μια νοσηρή μουσικοχορευτική ηδονή η οποία θριαμβεύει με άλλη μορφή πια, όταν μετά το τέλος της παράστασης, ναρκωμένο μέρος του κοινού, ποπ θιασώτες του θεού Σάκη Ρουβά ορμούν έξω από το καμαρίνι για να τον κατασπαράξουν.
Εκεί η δραματουργία καταρρέει και παραχωρεί τη θέση της στην κόλαση της αγοράς. η παράσταση έτσι κι αλλιώς έχει τελειώσει. Οι ήρωες έχουν καθαρθεί.
Με έναν ανατρεπτικό λαϊκό ηδονισμό που δεν σκουντουφλάει καθόλου στο χτύπημα του θύρσου του Ρουβά Διόνυσου αλλά αντιθέτως τον προεκτείνει χωρίς να τον εξαφανίζει σε ένα αλλόκοτο σήμερα.