«Κάθε άνθρωπος έχει το ταίρι του σ’αυτόν τον κόσμο, τον άνθρωπό του, το άλλο μισό του. Ό, τι ψάχνω να βρω είναι μια ψευτοευτυχία, ψευτοχαρά, μια παρηγοριά. Πόσο λάθος να μένεις μονάχος τα βράδια στα άγρια σκοτάδια, χρόνια μου άδεια. Τίποτα, δεν έχω τίποτα, ό, τι είχα το πήραν μακριά κι εσύ δεν είσαι κοντά. Λάθος πάθος, ζωή μου πώς έφτασα εδώ, χωρίς θησαυρό, κλεμμένο εαυτό. Πόσο κρίμα να κρύβεις και ποτέ να μην δίνεις, τι μάταιο να χτίζεις, αφού στο τέλος γκρεμίζεις. Δέκα χιλιάδες στιγμές πώς φύγαν σαν χθες, τι κι αν γερνάω, δυστυχώς δεν ξεχνάω. Τίποτα, δεν έχω τίποτα, ό, τι είχα το πήραν μακριά κι εσύ δεν είσαι κοντά».
Εθνικό Θέατρο. Στην μέση της σκηνής ο Γιάννης Μπέζος «είναι» ο Αρπαγκόν, ο τυραννικός, τσιγκούνης ήρωας του Μολιέρου που βρίσκεται να τα έχει χάσει όλα και να μένει κατάμονος. Υποφωτισμένος τραγουδά το εξαιρετικό κομμάτι που έγραψε ο ικανότατος Κωστής Μαραβέγιας. Με σπαραγμό. Με ψυχή. Με χαμηλούς τόνους αλήθειας.Τι κι αν «άνοιγε» την παράσταση με τον ύμνο στον «Θεό Χρήμα» με το «Λεφτά μου, λεφτά μου,λεφτάκια μου χαρά μου, ζωή μου, ανάσα, συντροφιά μου-έξω ,έξω σ΄όσους μου χρωστάνε, θάνατος-λάβρα σ’οσους μου ζητάνε δρόμο-δρόμο,στα τσακίδια, άντε μην αρχίσω και τα τουφεκίδια».
Είχε λύσσα-την άρρωστη λύσσα της φιλαργυρίας κι ήταν δυνατός και στη σκηνή που μένει κατάμονος χωρίς κανέναν πλάι του να τραγουδά το «Τίποτα,δεν έχω τίποτα…» γίνεται σπαρακτατικός ,από σπαρταριστός.Ένας πλήρης ηθοποιός σε μια εξαιρετική ερμηνεία-φωτίζει τις κωμικές, ξεκαρδιστικές σκηνές του γελοίου λόγω του νοσηρού του πάθους για χρήματα ήρωα και φέρει όλη την τραγικότητά του. Ο «άθλος»του Μπέζου όμως δεν είναι υποκριτικός μονάχα: ο ίδιος υπέγραψε με οίστρο την μετάφραση -δεν χόρταινα τις μικρές καίριες προσθήκες που σχολίαζαν με ένα τρόπο το έργο και τις πολλές απίστευτες ανατροπές του! Και ο ίδιος έφτιαξε με μεράκι και όρεξη ένα ανέβασμα που δείχνει τον επίκαιρο χαρακτήρα του έργου και φώτισε όλες τις διαφορετικές πτυχές της κωμωδίας που έχει τραγικές προεκτάσεις, μεταφέροντας την πλοκή της ιστορίας του 17ου αιώνα στη δεκαετία του ’60.
Έξυπνη η ιδέα του να δώσει την ευκαιρία στον ικανότατο Κωστή Μαραβέγια να γράψει τη μουσική της παράστασης-το αποτέλεσμα ζηλευτό και οι μουσικές με τα τραγούδια του ήταν άσος μέγιστος για την δουλειά. Πολύτιμη η αρωγή του Γιώργου Πάτσα στα σκηνικά και τα κοστούμια κι αυτή του Χρήστου Τζιόγκα στους φωτισμούς. Εξαιρετική δουλειά έκανε και με τους ηθοποιούς του. Δεν του αρκεί να «κεντά» -γιατί «κεντάει»!- ο ίδιος, θέλει κι όσοι είναι μαζί του να δίνουν ρέστα. Η χυμώδης Δάφνη Λαμπρόγιαννη εντυπωσιάζει στην Φροσύνη της υποκριτικά και τραγουδιστικά –απόκτημα «ακριβό» για κάθε θίασο το δίχως άλλο. Ο Κωνταντίνος Γαβαλάς είναι απολαυστικότατος στο Βαλέριό του-εξελίσσεται κι «ανθίζει», δίνοντας διαφορετικές πτυχές της μεγάλης γκάμας του-, η προσοντούχα Ντένια Στασινοπούλου εκπλήσσει ευχάριστα μετά την περσινή της Ισμήνη, στην ερωτοχτυπημένη-παθιασμένη Λίζα της. Έξοχος είναι ο Γιάννης Στόλλας στον Ανσέλμ του-με το που εισβάλλει στη σκηνή,κερδίζει το στοίχημα. Ο έμπειρος και ευθύβολος Άγγελος Μπούρας ξέρει τον τρόπο να κερδίζει «νίκες»-και κερδίζει κι εδώ με τον Ιάκωβό του-. Μαζί τους καίριες επιδόσεις έχουν ο Παναγιώτης Κατσώλης, η Κωνσταντίνα Νταντάμη, ο Κώστας Κοράκης,ο Γιώργος Τσουρής ο Μιχάλης Τιτόπουλος, η Κίτυ Παϊταζόγλου. Η κίνηση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου μας, Σωτήρη Χατζάκη, να «αγκαλιάσει»τον σημαντικό Γιάννη Μπέζο στη νέα εποχή του και δη με μια τόσο επίκαιρη παράσταση ήταν ιδιαίτερα έξυπνη.
Και θα δείτε που πέρα του καλλιτεχνικού, «ακριβού» της αποτελέσματος, θα΄χει και πολύ μεγάλο εμπορικό αντίκρισμα. Γιατί δίνει και το μήνυμα που οφείλει να πρωταγωνιστεί στην ζωή μας μέσα απ’το πολύ όμορφο τραγούδι «Κι αν θαρρείς τα ρούχα σου, πως είναι πια βαριά, πέτα τα και ξάπλωσε στο χώμα! Άσε βρε τον ήλιο να σου κάψει την καρδιά να΄τα τα καλύτερα τα χρόνια. Τώρα γυμνοί που είμαστε αγκαλιά,την ευτυχία δεν την φέρνουν τα λεφτά…»