Στο Παρίσι του 1913, στο ψυχιατρικό άσυλο της Ville Evrard, η πρώτη γυναίκα - ψυχίατρος της Γαλλίας, η Constance Pascal αποφασίζει να αναλάβει την υπόθεση της μεγάλης γλύπτριας Camille Claudel. Η αδελφή του διάσημου ποιητή Paul Claudel και ερωμένη τού κορυφαίου γλύπτη Auguste Rodin έχει μεταφερθεί εκεί, παρά τη θέληση της, από την οικογένεια της, που της αποδίδει σοβαρή ψυχική διαταραχή.
Με τις προσπάθειες της γιατρού, η ψυχική υγεία της Camille παρουσιάζει μια σταδιακή βελτίωση. Η Constance, όμως, θα έρθει αντιμέτωπη με ένα ολόκληρο σύστημα που καταδικάζει στον εγκλεισμό και απομόνωση τα άτομα που διεκδικούν το δικαίωμα της στις προσωπικές επιλογές και στην ελεύθερη έκφραση.
Και οι δύο γυναίκες πλήρωσαν ακριβά το τίμημα της διαφορετικότητάς τους, το ερωτικό τους πάθος και την επιθυμία τους να ζήσουν ελεύθερες, να σπουδάσουν και να εργαστούν, αφού στην εποχή τους, η γυναίκα έπρεπε να περιορίζεται μόνο στα καθήκοντα της συζύγου και της μάνας.
Η πρώτη τιμωρήθηκε από την οικογένειά της με τον πρωτοφανή τριακονταετή εγκλεισμό της, στο ψυχιατρικό άσυλο. Η δεύτερη κατάφερε να αναγνωριστεί ως επιστήμονας, αλλά έζησε μια ζωή, βυθισμένη στο φόβο, στα ψέματα και στην αγωνία.
Η διάσημη γλύπτρια Camille Claudel και η ψυχίατρος Constance Pascal, στην πραγματικότητα, δε συναντηθηκαν ποτέ. Όμως, έζησαν και εργάστηκαν στην ίδια πόλη, το ίδιο χρονικό διάστημα, απέκτησαν παρόμοιες εμπειρίες, αντιμετώπισαν μεγάλες δυσκολίες και ενέπνευσαν τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Γιάννη Λασπιά στη συγγραφή του πρώτου του έργου.
Ο συγγραφέας πυροδοτεί τη δράση του έργου του, τοποθετώντας και τις δύο στον ίδιο χώρο και μας παρουσιάζει ένα κείμενο πολύ διαφορετικό από οτιδήποτε άλλο έχει γραφτεί και παρουσιαστεί μέχρι σήμερα, σχετικά με τον εγκλεισμό της Camille Claudel. Το εύρημα της συμπαρουσίασης των δύο γυναικών, παρόλο που είναι, -εξ' ορισμού- μυθοπλαστικό, "απελευθερώνει" το συγγραφέα από τον καταναγκασμό της αφήγησης μόνο των ιστορικών γεγονότων. Λειτουργεί, δραματουργικά, με θαυμαστό τρόπο και επικεντρώνει πολύ πιο αποτελεσματικά στην ουσία των καταστάσεων. Παρουσιάζοντας την επαγγελματική, αλλά και την ανθρώπινη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη γιατρό και την ασθενή, ο Λασπιάς "φωτίζει" την προσωπικότητα της Camille Claudel, όπως διαμορφώθηκε, μέσα στο ψυχιατρείο. Παράλληλα, επιχειρεί μία κριτική για την εποχή, καταδεικνύοντας πόσο "δεσμευμένη" ήταν μια καταξιωμένη επιστήμονας από τους περιορισμούς που της επέβαλλε η εποχή της. Παρόλο που η μία ηρωίδα είναι έγκλειστη και η άλλη όχι, στην ουσία, βιώνουν και οι δύο έναν αντίστοιχο καταναγκασμό. Αυτό το συμπέρασμα προκύπτει από το πολύ ενδιαφέρον κοινωνικό σχόλιο τού συγγραφέα, σχετικά με τη διαφορά της φαινομενικής από την ουσιαστική θέση της γυναίκας στην Ευρώπη, στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Το κείμενο είναι λιτό και καλοδουλεμένο με πολύ σημαντικές αρετές, για πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα. Η σκηνική του οικονομία είναι εντυπωσιακή, όπως και η ουσία του περιεχομένου της κάθε σκηνής. Η σφιχτή δομή και η ικανοποιητική ανάπτυξη των χαρακτήρων καθιστούν το έργο ικανό να παρουσιαστεί και εκτός ελληνικών συνόρων.
Η σκηνοθεσία αξιοποιεί τις παραπάνω αρετές τού έργου και χτίζει μια παράσταση, όπου δεν υπάρχει τίποτα το περιττό. Μεγάλο πλεονέκτημα η -πολύ λογική- εβδομηντάλεπτη διάρκεια της, που δεν την αφήνει να πλατειάσει και κρατάει σταθερό και αμείωτο το ενδιαφέρον του θεατή, από την αρχή μέχρι το τέλος. Εντυπωσιακή είναι η σημασία που αποδίδεται σε μικρές ηχητικές και φωτιστικές λεπτομέρειες, οι οποίες τονίζουν πολλά στοιχεία της παράστασης.
Η Δάφνη Μανούσου, λες και είναι γεννημένη για να υποδυθεί το ρόλο της τραγικής καλλιτέχνιδας. Η λεπτή -σχεδόν αέρινη- σιλουέτα της, εικονογραφεί την Camille, όπως ακριβώς θα την φανταζόταν ο θεατής. Η εκτενής μελέτη της προσωπικότητας της Claudel, που φαίνεται ότι έχει προηγηθεί, σε συνδυασμό με τις εντυπωσιακές ερμηνευτικές της ικανότητες, την βοηθούν να "μετουσιωθεί" στο χαρακτήρα που υποδύεται και να βιώσει όλες τις ψυχολογικές διακυμάνσεις του, από την αρχή μέχρι το τέλος. Με δύναμη και ευαισθησία, διαγράφει ολόκληρη τη δαιδαλώδη πορεία της ηρωίδας και αναμετριέται εντυπωσιακά, επί σκηνής, με τα όρια της τρέλας.
Η Στέλλα Μπούρου είναι, επίσης, η ιδανική ερμηνεύτρια για την Constance Pascal. Με την αυστηρή δωρική της κατατομή και την επιβλητική φωνή της "βρίσκει", κατ' αρχάς, το ρόλο, εξωτερικά. Με τα αξιοθαύμαστα εκφραστικά της μέσα και την πολυεπίπεδη ερμηνεία της, τον "κατακτά" και εσωτερικά. Τη σιγουριά και την επιστημονική κατάρτιση, διαδέχεται η ανθρώπινη αμφιβολία και απογοήτευση. Το επαγγελματικό της ενδιαφέρον εξελίσσεται, σταδιακά, σε ανθρώπινη συμπόνια. Η ευρεία ερμηνευτική γκάμα της Μπούρου τής επιτρέπει να αποδώσει, εξαιρετικά, όλα τα στάδια αυτού του εξίσου απαιτητικού ρόλου.
Η σκηνογραφική επιμέλεια και το visual art τού Παντελή Ξηροχειμώνα δημιουργούν ακριβώς την ατμόσφαιρα που επιθυμεί ο σκηνοθέτης.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα είναι εξαιρετικά λειτουργικά και «εύγλωττα», όπως πάντα.
Οι φωτισμοί της Κατερίνας Μαραγκουδάκη «φωτίζουν» στην κυριολεξία την παράσταση.
Η μουσική του Αλέξανδρου Βούλγαρη είναι από μόνη της ένας χαρακτήρας.
Εξαιρετική η συμβολή της Όλγας Σπυράκη, στην επιμέλεια της κίνησης.
H φροντίδα της παραγωγής είναι διάχυτη και εμφανής, σε κάθε έκφανση της παράστασης. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στο πολύ αξιόλογο πρόγραμμα, το οποίο περιέχει το κείμενο τού έργου και πολλά στοιχεία και πληροφορίες για τις δύο γυναίκες και την εποχή τους και δίνει στο θεατή τη δυνατότητα να εμβαθύνει στην πολύ ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα περίπτωση της Camille Claudel.
Άφησα για το τέλος, ένα σχόλιο για τον ευρηματικό τίτλο. Η λέξη «Mudness» συνδέει την τρέλα της Camille με τη λάσπη, δηλαδή τον πηλό, με τον οποίο η καλλιτέχνιδα δημιούργησε τα έργα της. Ταυτόχρονα, αποτελεί και μια αναφορά στο επίθετο του συγγραφέα και σκηνοθέτη, από τον οποίο -ύστερα από αυτό το τόσο ουσιαστικό και επιτυχημένο πρώτο του έργο- έχουμε μεγάλες προσδοκίες, τόσο σε συγγραφικό, όσο και σε σκηνοθετικό επίπεδο.
ΑΓΓΕΛΩΝ ΒΗΜΑ
Σατωβριάνδου 36, Ομόνοια
Τηλ. 210.5242.211, 210.5242.213
Κάθε Τρίτη στις 19:30 και κάθε Πέμπτη στις 21:30,
μέχρι και τις 20 Φεβρουαρίου 2014.