Της Χρύσας Φωτοπούλου
ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Χθες, κατέβηκα μέχρι τον Βοτανικό για να δω την παράσταση « ΔΕΡΜΑ» της Έλλης Παπακωνσταντίνου στο «Βυρσοδεψείο». Σε μια μεριά του Βοτανικού που δεν είχα ξαναπάει. Περπατούσα μόνη σ’ έναν δρόμο θεοσκότεινο. Δεν τέλειωνε το περπάτημα και άρχισα να φοβάμαι. Φοβάμαι και το σκοτάδι και τα σκυλιά που γαβγίζουν σαν να είμαι σαρκοβόρος εχθρός τους. Έφτασα κάποια στιγμή. Σ’ έναν μακρόστενο χώρο περίμεναν άνθρωποι ντυμένοι οι μισοί με ρούχα χιλιάδων χρωμάτων και οι άλλοι μισοί ντυμένοι στα κατάμαυρα. Δαγκώθηκα. Έβγαλα το πλεκτό μου σκουφάκι απ’ την τσάντα να το φορέσω, από αγωνία μη χαλάσω την αρμονία του μεταμφιεσμένου συνόλου.
ΚΥΡΙΩΣ ΘΕΜΑ: Δεν περνάει η ώρα. Ούτε κουδούνια προειδοποίησης ακούγονται.
Βρίσκω ένα χαρτί, το άφησε ο διπλανός μου, «Πρόκειται για ένα παιχνίδι ενηλίκων, μια γιορτή, ένας «φόρος τιμής» στην μηχανιστική εργασία, την μονοτονία, το πένθος, την απάθεια. Γιατί άραγε πενθούμε σήμερα; Ποια είναι τα αίτια αυτού του ψευδοπένθους και ποιες οι εκδηλώσεις του; Η δράση εκτείνεται στο τεράστιο βιομηχανικό κτίριο του «Βυρσοδεψείου» και φέρνει αντιμέτωπο το κοινό με εκπλήξεις, καθώς μπαινοβγαίνει σε διαφορετικές εγκαταστάσεις, πότε ως παρατηρητής και πότε ως παρατηρούμενος». Θέλω κάτι να ρωτήσω την κοπέλα στο ταμείο, αλλά την προσοχή μου την τραβάει ένας όμορφος ήχος που ακούγεται απ’ έξω. Βγαίνουμε σύσσωμοι όλοι να δούμε. Πέντε από τους ηθοποιούς αυτοσχεδιάζουν σ’ ένα μπαλκόνι για να καταλήξουν « Λα λα λα… αυτό είναι το πρώτο κουδούνι..». Χα, το βρήκα πρωτότυπο. Με τον ίδιο τρόπο σήμαναν και τα επόμενα κουδούνια. Ώσπου ήρθε η ώρα για δράση. Όλα ξεκίνησαν στον μακρόστενο χώρο, το κοινό καθισμένο δεξιά και αριστερά και στη μέση 2- 3 ηθοποιοί, ξέφρενοι έλεγαν τα δικά τους. Κάποιος τραγούδησε «σαν το Λίβα που καίει τα σπαρτά με κανόνια τις πόλεις χαλάσαν, μας ανάψαν φωτιές στα χωριά..» δε θυμάμαι πώς πάει παρακάτω. Συνέχιζα να το βρίσκω ενδιαφέρον και φροντισμένο. Δέκα λεπτά μετά έπρεπε να ανέβουμε στο χώρο που θα γινόταν η κύρια δράση. Η ανάβαση δεν έγινε κανονικά. Άνοιξε μια διάπλατη πόρτα. Πυρσοί έριχναν ελάχιστο φως. Κάποιοι θεατές ανέβηκαν πατώντας προσεκτικά στο μικρό δρομάκι που οδηγούσε στην σκάλα, κάποιοι άλλοι μεταφέρθηκαν με τη σχεδία που οδηγούσε ο πιο μεγάλος σε ηλικία από τους ηθοποιούς. Ξέχασα να πω ότι υπήρχε νερό, εξού και η σχεδία. Ανεβήκαμε, καθίσαμε στις θέσεις όπως όπως και όλα άρχισαν. Μια σκηνή άναρχη. Μικρά τραπεζάκια, ένα γραμμόφωνο, ένα τεράστιο τραπέζι στο βάθος, 8 τηλέφωνα με καντράν, μια ζυγαριά, μια σκάλα, λάμπες να κρέμονται σαν αυτές που κρέμονται στα κρεοπωλεία. Ανατρίχιασα. Μουσική σκληρή και συνεχώς επαναλαμβανόμενη. Στους ήχους αυτούς άρχισαν να καταφθάνουν και οι «ήρωες». Αρκετοί άνθρωποι στο σκηνικό χώρο που περιέγραψα έκαναν με χειρουργική ακρίβεια τις μηχανιστικές κατασκευές δημιουργώντας ένα αποτέλεσμα που θα ζήλευε και η πιο ευφυής εταιρεία κινούμενων σχεδίων. Ελάχιστη πρόζα, πολλή κίνηση. Χορογραφημένη, εύγλωττη κίνηση. Ευδιάκριτη η πρόθεση και η σκέψη: Ο κόσμος ο κακός, η απάνθρωπη εργασία, η ανυπαρξία αληθινής επαφής, ο διαρκής θρήνος, ο ακόλουθος της ζωής του ανθρώπου. Όλα αυτά μέσα από μια γρήγορη και σκληρή δράση με σώματα και πρόσωπα. Πόση δύναμη έχει το σώμα, σκεφτόμουν. Τα μάτια! Είχε περάσει η ώρα, η μουσική-πριόνι ξυλουργού μου προκάλεσε ταχυπαλμία. Οι άνθρωποι- μηχανές συνέχιζαν. Λίγα λεπτά πριν το τέλος έκανα να φύγω- η ταχυπαλμία συνέχιζε-. Πώς να φύγω; Οι πυρσοί είχαν σβήσει και δεν υπήρχε άνθρωπος να μου δείξει έναν άλλο δρόμο. Μόνο κάποιο κορίτσι μου ψιθύρισε: « Μην αγχώνεσαι, τελειώνει». Έμεινα στην άκρη. Τώρα όλη η δράση είχε μεταφερθεί δίπλα, σε μια σκηνή που τα διάσπαρτα αντικείμενα θύμιζαν καμαρίνια τσίρκου. Κάπου είχα χαθεί. «Πότε θα τελειώσει;» Μέχρι να ολοκληρώσω την αγχωμένη σκέψη μου, είχαν πέσει τα πρώτα χειροκροτήματα (οι μεταμφιεσμένοι του κοινού, σχεδόν τρελαμένοι). Εγώ άσπρη σαν πανί.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Η περιγραφή της άφιξής μου καθώς και η παραμονή μου στο φουαγιέ κάλυψαν περισσότερο χώρο από τον χώρο που χρωστούσα έτσι και αλλιώς στην περιγραφή της παράστασης. Έγινε σκόπιμα και το καταλάβατε. Δε διαφωνώ ότι υπάρχουν χιλιάδες τρόποι να δεις τον κόσμο. Νομίζω όμως ότι τον κόσμο του 2012 τον βλέπεις –αναγκαστικά- από έναν φακό. Έτσι είναι τα πράγματα. Και όταν τον δεις, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να τον μοιραστείς με τους ανθρώπους ,που αν είχαν και αυτοί τη δυνατότητα, θα έβλεπαν το ίδιο με σένα. Κατάλαβα τα πάντα, αλλά με αγχώσατε πολύ. Και νομίζω ότι φοβήθηκα περισσότερο. Και δεν ήθελα κάτι τέτοιο..