Συζητούσα με φίλη ποιήτρια έξω από το θέατρο της οδού Κεφαλληνίας, η οποία μου εξηγούσε πως ενώ λατρεύει τους ''Αδερφούς Καραμαζώφ'' του Ντοστογιέφσκι, βρήκε τις ''Λευκές Νύχτες'' πολύ παλιομοδίτικο ως κείμενο με όλα αυτά τα α λα...Γρηγόριος Ξενόπουλος ''Σ' αγαπώ - Μ' αγαπάς'' και τον άκρατο ρομαντισμό αλλοτινών καιρών. Σαν βαλθήκαμε όμως να κουβεντιάζουμε για το ότι μόλις παρακολουθήσαμε τη θεατροποίηση ενός διηγήματος του μέγιστου Ρώσου συγγραφέα και όχι κάποιο αυτούσιο θεατρικό έργο, η ποιήτρια τα μάζεψε και παραδέχτηκε με μια περίεργη συστολή για γυναίκα της ηλικίας της πως κι εκείνη έτσι είναι κατά βάθος, αθεράπευτα ρομαντική και παραδομένη ολοκληρωτικά στα εκάστοτε συναισθήματα της! Η αλήθεια είναι πως ότι είχαμε την τύχη να δούμε χθες βράδυ, συνοψίζεται άψογα σε μια-δυο προτάσεις του σκηνοθέτη Δημήτρη Καταλειφού από το καλόγουστο πρόγραμμα της παράστασης: Μια καλοκαιριάτικη λευκή νύχτα ο Ονειροπόλος συναντάει τη Νάστενκα. Μαζί δραπετεύουν από την πεζή αυτή πραγματικότητα που τους περιβάλλει, σ' έναν κόσμο παραμυθένιο που θα τους εξασφαλίσει τουλάχιστον μία αληθινή στιγμή ευτυχίας.
Και εξηγούμαι, σταχυολογώντας επί τη ευκαιρία τα πιο δυνατά σημεία της παράστασης, διότι - παρεμπιπτόντως - αδυναμία δε βρήκα καμία! Μπορεί οι γνωστότερες λευκές νύχτες να είναι αυτές της Αγίας Πετρούπολης, όπου είναι ορατές για έναν ολόκληρο μήνα, από τις 11 Ιουνίου έως τις 11 Ιουλίου, έχω την αίσθηση όμως ότι ο Δημήτρης Καταλειφός, η Λουκία Μιχαλοπούλου, ο Στάθης Μαντζώρος και βέβαια ο συγγραφέας Φιοντόρ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι διά του μεταφραστή του, του ποιητή Άρη Αλεξάνδρου, έκαναν τα πάντα για να μετατοπίσουν τις ζωογόνες αχτίδες φωτός τους μέσα στον πιο μαύρο και απαισιόδοξο ελληνικό χειμώνα των τελευταίων δεκαετιών. Πολιτική πράξη, θα μου επιτρέψετε, κι ας μην τη διέκρινε η δική μου φίλη ποιήτρια που κόλλησε με την καταδήλωση του περιεχομένου του έργου. Συνεχίζω, εμπνεόμενος πάντα από το κειμενάκι του Καταλειφού αναφορικά με ότι είδα: Τη Νάστενκα και τον Ονειροπόλο υποδύονται αντίστοιχα η Λουκία Μιχαλοπούλου και ο Στάθης Μαντζώρος. Με μία λέξη, εξαιρετικοί και οι δυο τους, αν σκεφτεί κανείς πως καταντάει τόλμη, μην πω πολιτική πράξη και πάλι, να ενσαρκώνουν δύο νέους ανθρώπους τελείως κόντρα ως προσωπικότητες με το άρπα-κόλλα και τον αχαλίνωτο σεξισμό της σημερινής αισθηματικής ηλικίας, που θά'λεγε κι ο ποιητής Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου. Πέραν βέβαια του αδιαμφισβήτητου ερμηνευτικού ταλέντου της Μιχαλοπούλου και του Μαντζώρου, υπάρχει από πίσω και το εντυπωσιακά μεστό και άκρως ψυχαναλυτικό κείμενο του Ντοστογιέφσκι. Σε μια φάση, η Νάστενκα λέει του Ονειροπόλου (αντιγράφω από το πρόγραμμα που περιέχει ατόφιο το θεατροποιημένο κείμενο): ''Γιατί να κρύβεις κάτι απ' τον άλλον και δεν του ανοίγεις την καρδιά σου; Γιατί να μην πεις τώρα, αμέσως, ανοιχτά αυτά που νιώθεις, αν ξέρεις πως κάποιος θα βρεθεί ν' ακούσει τα λόγια σου; Κι όμως ο καθένας μοιάζει σάμπως νά'ναι πιο σκληρός απ' ότι είναι πραγματικά κι όλοι λες και φοβούνται μήπως προσβάλλουν τα αισθήματα τους, αν τα φανερώσουν πολύ γρήγορα...'' Θα συμφωνήσω απόλυτα, λοιπόν, με τον Ντοστογιέφσκι και με την αλήθεια της ηρωίδας του, αφού αυτό εξακολουθεί να συμβαίνει, ο φόβος δηλαδή να τρώει τα σωθικά των ανθρώπων και όχι απαραιτήτως μόνο στα ερωτικά τους. Πόσω μάλλον στα ερωτικά, όταν με την εξωτερίκευση τους διακυβεύονται καλές και στέρεες φιλίες. Σαν κι αυτήν ακριβώς του Ονειροπόλου με τη Νάστενκα, η οποία τελικά ενέδωσε στα αγνά του αισθήματα, μα μόλις επέστρεψε ο καλός της, τον παράτησε σύξυλο με μία δακρύβρεχτη επιστολή στα χέρια του.
Την επιστολή αυτή δεν μας τη διάβασε ο Μαντζώρος-Ονειροπόλος, αλλά την ακούσαμε από την αποχωρήσασα Νάστενκα-Μιχαλοπούλου, κρυμμένη πίσω από το υδάτινο και κάπως εξπρεσιονιστικό ντεκόρ της Εύας Μανιδάκη με τους κατάλληλους φωτισμούς, καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης, από τον Αλέκο Αναστασίου. Είχαν προηγηθεί τα ατμοσφαιρικά πιανιστικά θέματα του συνθέτη Σταύρου Γασπαράτου που μου θύμισαν τον αγαπημένο Erik Satie και έδωσαν ένα τόνο αρχοντιάς, δίχως ίχνος μεγαλοϊδεατισμού, στην εξέλιξη της σχέσης του αρσενικού με το θηλυκό. Η μουσική του Γασπαράτου, ακόμη κι αν επρόκειτο για μουσικές γέφυρες που βοηθούσαν στο πέρασμα από τη μία λευκή νύχτα στην άλλη, ήταν η καταλληλότερη υπόκρουση για να μη χαθεί η αξιοπρέπεια αυτών των δύο ανθρώπων, η ανάγκη των οποίων να αγαπηθούν και να αγαπήσουν τους εξώθησε σ' ένα ψυχικό ξεγύμνωμα. Παρ' όλα αυτά εγώ εμμένω στο κείμενο του Καταλειφού και κλείνω λέγοντας πως, πράγματι, μαζί με τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι κατορθώσαμε κι εμείς να δραπετεύσουμε, έστω και για μιάμιση ώρα, από την πεζή πραγματικότητα που μας περιβάλλει και που, όπως όλα δείχνουν, θα χειροτερέψει τους επόμενους μήνες. Ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ, λοιπόν, στη Λουκία Μιχαλοπούλου, στον Στάθη Μαντζώρο και, όσο κι αν δεν το έχει καθόλου ανάγκη από μένα τουλάχιστον, στον Ντοστογιέφσκι για την ευσπλαχνία των ανθρώπων και για την αγάπη του ενός προς τον άλλο.
* οι Λευκές Νύχτες ανεβαίνουν κάθε Δευτέρα και Τρίτη στη Β΄ Σκηνή του Θεάτρου της οδού Κεφαλληνίας με ώρα έναρξης στις 21.00