Υπάρχουν σημεία στην ιστορία που σε κάνουν να αναρωτιέσαι, αν υπάρχει τόσο σκοτεινό και βαθύ υπόγειο που μπορεί να κατέβει ένας άνθρωπος. Έχουμε όλοι μέσα μας μια μαύρη, κατάμαυρη πλευρά που κρατάει τα κλειδιά της πόρτας αυτού του υπογείου; Δυστυχώς η πολιτική, ακόμα κι όταν παίζεται χωρίς αίματα, δε χρησιμοποιεί τρυφερούς όρους, ούτε φιλοσοφεί για το τι είναι ο άνθρωπος και πού βαδίζει, αντίθετα αφήνει βαθιές σκιές για χρόνια, όταν μάλιστα πατάει πάνω σε εκατομμύρια νεκρούς, όπως στην περίπτωση του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου.
Όποιαδήποτε σοβαρή καλλιτεχνική αναφορά στην πιο εκτεταμένη ένοπλη σύγκρουση στην ιστορία της ανθρωπότητας που στέκεται δίπλα στα ίδια τα θύματα τη βλέπω με συμπάθεια και μιλάω γι' αυτή με σκυμμένο το κεφάλι από σεβασμό στην ίδια την ιστορία. Μια τέτοια ανφορά είναι το "Μαουτχάουζεν", το αυτοβιογραφικό χρονικό του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο ομώνυμο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.
Ο σπουδαίος αυτός θεατρικός συγγραφέας, μας παρουσιάζει συμπυκνωμένο το νόημα του να πατάει ο άνθρωπος στις κορυφές της επιβίωσης, της αξιοπρέπειας και της αντίστασης ενάντια σ’ αυτούς που επιχειρούν να γκρεμίσουν ό,τι έχει χτίσει μέχρι σήμερα. Μας μαθαίνει ότι για να καταφέρεις να επιβιώσεις σε μια κόλαση ενός ναζιστικού στρατοπέδου εξόντωσης, πρέπει να ζεις έχοντας παραδεχτεί ότι είσαι ήδη νεκρός.
Ο σκηνοθέτης της παραστασης Θέμης Μουμουλίδης επιχειρεί τη μετάδοση των κύριων σημείων του κειμένου έχοντας στη διάθεσή του περισσότερους ηθοποιούς απ’ ό,τι χρειάζεται. Σε μια γρήγορη εναλλαγή σκηνών, μεταξύ αφήγησης και δράσης, ξεχωρίζει η δύναμη της απλότητας του Άρη Λεμπεσόπουλου που υποδύεται τον Αυστριακό Σνάιντερ, ο οποίος βοήθησε τον Καμπανέλλη να επιβιώσει, η ζεστή, αλλά και κουρασμένη φωνή του αφηγητή Στέλιου Μάινα και τέλος η ασφαλής κίνηση ορισμένων ηθοποιών στα πλαίσια της διεκπεραίωσης, οι οποίοι δεν μπορούσαν να μεταδώσουν ούτε την τραγικότητα των χρόνων του εγκλεισμού, ούτε την απροσδιόριστη χαρά της απελευθέρωσης.
Το ξέρω ότι είναι δύσκολο, αλλά αναγκαίο σ’ αυτό το έργο. Τα βίντεο και τα σκηνικά είναι στοιχεία που δένουν την παράσταση. Τα σκηνικά με τη μετακίνηση του φράχτη βοηθούν στη χρονική διάκριση των πράξεων δίνοντας παράλληλα κι ένα συμβολικό στοιχείο, ενώ οι προβολές βίντεο σου θυμίζουν την ωμή πραγματικότητα της εποχής εναλλάσοντας σκληρά πλάνα γυρισμένα εκείνον τον καιρό. Ένα ακόμα δυνατό χαρτί είναι η μουσική του Μικη Θεοδωράκη και Gustav Mahler και κυρίως η μελοποίηση του Μίκη πάνω στα 4 ποιήματα του Καμπανέλλη.
Ποιος δεν έχει ανατριχιάσει ακούγοντας το “Άσμα ασμάτων”;
Η εκφραστική φωνή της Ρίτας Αντωνοπούλου σε συνδυσμό με την καταπληκτική ορχήστρα Academica σε διεύθυνση του Στάθη Σούλη είναι στη σωστή κατέυθυνση.
"Το «Μαουτχάουζεν» είναι μια «αληθινή» ιστορία, όπως την ξανάζησα τις ώρες που ξανάβλεπα παλιές σημειώσεις και προσπαθούσα να τη «θυμηθώ»."
Δεν μπορείς να αγνοήσεις τίποτα.
Αυτό για επίλογο.