της Τόνιας Βασιλάκου
Οι παρανοήσεις γύρω από κάποια είδη θεάτρου που απομακρύνονται από το «ακαδημαϊκό» κειμενοκεντρικό θέατρο είναι συχνές. Η παρεξήγηση εντείνεται όταν το κύριο μέσο έκφρασης μετατοπίζεται στο σώμα. Ένα από αυτά τα θεατρικά είδη δραματικής έκφρασης, που υποφέρει κυρίως τόσο λόγω της άγνοιας όσων απαρτίζουν το θεατρικό γίγνεσθαι, όσο και την απουσία εκπροσώπων του σε θέσεις-κλειδιά, είναι και η μιμική τέχνη.
Μιμική τέχνη
Με τον όρο «μιμική τέχνη» (mime) εννοούμε τη σωματική δραματική τέχνη που δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα στην Ευρώπη και συγκεκριμένα στη Γαλλία και συνεχίζεται έως και σήμερα. Οι ρίζες της τοποθετούνται στη διδασκαλία του θεατράνθρωπου Jacques Copeau (Ζακ Κοπώ) που στόχευε στην απομάκρυνση των νατουραλιστικών στοιχείων του θεάτρου, με τη συστηματική εκπαίδευση των ηθοποιών μέσω ενός προγράμματος που περιελάμβανε γυμναστικές ασκήσεις, μπαλέτο, αυτοσχεδιασμούς με μάσκα γύρω από μιμήσεις ζώων και στοιχείων, ορθοφωνία, χορικά, θέατρο No, λογοτεχνία, ποίηση, φιλοσοφία, ιστορία της μουσικής και ενδυματολογίας.
Απορρέει πως ο ιδανικός ηθοποιός στη μιμική τέχνη είναι εκείνος όπου διακατέχεται από σωματική πλαστικότητα, ακρίβεια στο παίξιμο και συναίσθηση της μουσικότητας της κίνησης και των καταστάσεων.
Οι κύριοι εκφραστές του είδους αυτού, Etienne Decroux (Ετιέν Ντεκρού) και Jean-Louis Barrault (Ζαν-Λουι Μπαρώ, που ακολούθησε μέχρι ένα σημείο την διδασκαλία του Ντεκρού) με την σωματική δραματική μιμική τέχνη (mime corporel dramatique) και αργότερα οι νεότεροι Marcel Marceau (Μαρσέλ Μαρσώ) και Jacques Lecoq (Ζακ Λεκόκ) έθεσαν ως αυτοσκοπό και έργο ζωής τους την ανάπτυξη και παγίωση της τέχνης της μιμικής, μέσα από τις προσωπικές τους σχολές.
Οι τεχνικές τους περιέχουν στοιχεία όπως τη διάρθρωση του σώματος σε κέντρα, τη μουσικότητά του, τη σωματική εξωτερίκευση συναισθημάτων και σκέψεων, τη χρήση μάσκας και αντικειμένων, καθώς και πλήθος άλλων μεθόδων που συναντούμε και στη «συμβατική εκπαίδευση» του ηθοποιού και αποσκοπώντας στη δραματικότητα του σώματος του ηθοποιού.
Παντομίμα
Στην ελληνική θεατρική σκηνή, χρησιμοποιείται συχνά, λανθασμένα, ο όρος «παντομίμα» (pantomime) ως συνώνυμο της «μιμικής τέχνης» (mime). Η παντομίμα, ως αυτόνομο είδος, δημιουργήθηκε κατά τον 18ο αιώνα και παρήκμασε τον 19ο αιώνα, όπου και εξαφανίστηκε. Η παντομίμα του 19ου αιώνα ήταν ένα σύστημα, που μπορεί να παραλληλιστεί με την Νοηματική Γλώσσα. Κωδικοποιημένες χειρονομίες και εκφράσεις του προσώπου αναπαριστούσαν μια λέξη ή σύνθεση λέξεων. Εμβληματική φιγούρα ήταν ο Πιερότος, με το λευκό πρόσωπο και τη λευκή φαρδιά στολή του.
Η σύγχυση μεταξύ της μιμικής και της παντομίμας έγκειται στο γεγονός πως οι ίδιοι προαναφερόμενοι εκφραστές της μιμικής τέχνης έκαναν χρήση του όρου της «παντομίμας», για να περιγράψουν την τέχνη τους και για να αποδείξουν μια πλασματική συνέχεια της σωματικής έκφρασης ανά τους αιώνες. Η πρακτική αυτή εγκαταλείφθηκε πολύ σύντομα, λόγω των στερεότυπων που είχαν δημιουργηθεί, ούτως ώστε ο όρος παντομίμα (pantomime) να εξαλειφθεί και να αντικατασταθεί πλέον από εκείνον της «μιμικής» (mime).
Θα μπορούσαμε συνεπώς να συνεπάγουμε πως η «παντομίμα» είναι συνώνυμη με τον όρο «μιμιτική» (mimic, mimique) και πως η σύγχυση προέρχεται από την στασιμότητα που έχει υπάρξει στον τομέα αυτό στην ελληνική θεατρική σκηνή. Οι περισσότεροι εκφραστές και διδάσκαλοι της μιμικής τέχνης προτιμούν πλέον τον εύηχο και γενικευμένο όρο του «σωματικού θεάτρου» (physical theatre, théâtre corporel), ώστε να αποφευχθούν οι παρερμηνείες και κυρίως η υποβίβαση της τέχνης αυτής.
Η Τόνια Βασιλάκου είναι καθηγήτρια σωματικού θεάτρου και μιμικής τέχνης στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών Ναυπλίου, ηθοποιός και μίμος.