Τον έχω συνδυάσει με το Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων. Στο νου μου υπάρχει κολλητά με την αισιοδοξία και τη δημιουργία. Στο παρακάτω κείμενο γράφει για τις λέξεις και το βάρος τους, για τις εύηχες "παράξενες" λέξεις που θυμίζουν βουνό, θάλασσα και ανθρώπους.
Υπάρχει πάντα ένας άλλος κόσμος, μια άλλη γλώσσα, μια άλλη μουσική και έτσι ήταν από την αρχή. Μεγάλωσα στο 19ο διαμέρισμα του Παρισιού, διπλά στην Place des Fêtes, στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας που αριθμούσε δεκατέσσερις ορόφους.
Το σχολείο όπου πηγαίναμε, ο αδερφός μου κι εγώ, λεγόταν l’école rose και πιστεύω πως, εάν έκλεινα τώρα τα μάτια, θα μπορούσα να ξαναδώ με κάθε λεπτομέρεια τη διαδρομή που ακολουθούσαμε κάθε μέρα από την πολυκατοικία της rue Potain μέχρι το σχολείο — τα κάγκελα του τεχνικού λυκείου, τον παιδικό σταθμό, τα φανάρια και τη στάση με τα δέντρα απέναντι, την μεγάλη άσπρη ανηφόρα με τις λεύκες. Νομίζω πως το κάνω πράγματι, ορισμένες φευγαλέες στιγμές, και όχι μόνο όταν με παίρνει ο ύπνος: κλείνω τα μάτια και ξαναβλέπω διαδρομές — προσπαθώ να θυμηθώ το δρόμο που οδηγεί από την πλατεία του Stalingrad μέχρι την πλατεία του Châtelet, από το καφέ Le Soleil μέχρι τη Βαστίλη, ξαναβλέπω τα πλακόστρωτα στενά του Cardaillac, του χωριού όπου ζει σήμερα η μητέρα μου, και κατευθύνομαι προς το σπίτι. Όσο ζούσα στη Γαλλία, τα μονοπάτια που έβλεπα όταν έκλεινα τα μάτια ήταν στην Ελλάδα — το μονοπάτι της Τήνου που κατηφορίζει από την Καρδιανή μέχρι τον όρμο Γιαννάκη, τα δρομάκια της Νέας Φιλαδέλφειας, ανάμεσα στις προσφυγικές μονοκατοικίες, όπου έμεναν οι παππούδες μου, η τσιμεντένια αλάνα όπου παίζαμε κάθε καλοκαίρι στον ήλιο. Υπάρχουν πάντα δύο χώρες, αυτή που βλέπω όταν ανοίγω τα μάτια και αυτή που βλέπω όταν τα κλείνω.
Ζω στην Ελλάδα εδώ και δεκατέσσερα χρόνια και, εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, μαθαίνω ελληνικά. Στην αρχή, όλες οι λέξεις σχεδόν μου ήταν άγνωστες. Μάθαινα όπως το κάνει σήμερα η κόρη μου, που είναι δύο ετών — άκουγα και επαναλάμβανα. Μπορεί σε μία μέρα να συναντούσα τριάντα, σαράντα καινούργιες λέξεις. Θυμάμαι πως έπεφτα πολύ νωρίς για ύπνο, τότε, κατά τις δέκα και μισή, με την τηλεόραση ανοιχτή, εξαντλημένος από το βάρος όλων των καινούριων λέξεων που είχα ακούσει κατά τη διάρκεια της μέρας. Συμβαίνει ακόμα, αλλά βέβαια πιο σπάνια — κάθε εβδομάδα τουλάχιστον ξεπροβάλλει μια καινούρια λέξη. Είναι κάποιες λέξεις, όπως « ξημέρωμα », « γούρνα », « λεύκα », « διάσελο », για τις οποίες θυμάμαι ακριβώς πότε και από ποιον τις έμαθα — έναν ταξιτζή, μια μαυροφορεμένη γυναίκα από την Κοζάνη στην αίθουσα αναμονής του νοσοκομείου των Ιωαννίνων, τη Φωτεινή, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου, τον Άρη, όταν γυρνάγαμε με τ’ αμάξι από το Κέντρο ελληνικής γλώσσας του πανεπιστημίου. Θυμάμαι ένα μαγειρειό όπου πήγαινα τους πρώτους μήνες της εγκατάστασής μου στα Γιάννενα, λίγο πιο πάνω από την Παλιά Πόλη, και πόσο με βόλευε — εγώ που δεν ήξερα τα ονόματα των περισσότερων φαγητών — το γεγονός ότι μπορούσα απλώς, χωρίς λέξη, να τα δείξω με το δάχτυλο, πίσω από το τζάμι — δε συνηθίζεται στη Γαλλία να ρίχνει κανείς μια ματιά στην κουζίνα πριν να παραγγείλει.
Θυμάμαι ότι διάβαζα με λαχτάρα τις επιγραφές πάνω από τα καταστήματα, τις αγγελίες στις βιτρίνες ή στους πυλώνες της ΔΕΗ, τα συνθήματα στους τοίχους σαν όλη η πόλη να ήταν ένα αχανές κείμενο που έπρεπε να αποκρυπτογραφήσω. Έμαθα τη λέξη « γάστρα » επειδή ήταν το όνομα ενός εστιατορίου μπροστά από το οποίο περνούσα κάθε βράδυ — η λέξη φώτιζε με κόκκινα γράμματα μέσα στη νύχτα σε μια στροφή του δρόμου, παραέξω από την πόλη, εκεί που τα σπίτια αραιώνουν και ανοίγονται οι κάμποι ˙ ο δρόμος προς το χωριό όπου έμενα ξεκινούσε εκεί, αμέσως μετά από την επιγραφή.
Η μετάφραση βγήκε μόνη της από αυτή τη διαδρομή. Είναι για μένα η συνέχεια αυτής της αναζήτησης, η συνέχεια του ταξιδιού και ένα παιχνίδι με την απόσταση. Είναι ίσως ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβω ποιος είμαι, τι κουβαλάω από τη μία και την άλλη γλώσσα, από τη μία και την άλλη χώρα, από το Παρίσι του Μάη του 68 της μητέρας μου και από τη Σαντορίνη του πατέρα μου.
Χρύσα Φωτοπούλου