Ο Θανάσης Παπαγεωργίου, κάθε φορά που ανεβάζει μαζί με τη Λήδα Πρωτοψάλτη νέα παράσταση στο θέατρο «Στοά», στου Ζωγράφου, κάνει την τιμή στη γυναίκα μου και σ' εμένα να μας προσκαλεί. Τώρα ανέβασε τη Μήδεια του Μποστ.
Υπάρχουν αρκετοί καλοί ηθοποιοί. Όμως αυτοί οι δύο είναι, κατά την πεποίθησή μου, οι άριστοι. Ο κανόνας είναι, βέβαια, γενικά να υπάρχει το ταλέντο.
Είναι απαραίτητο στην Τέχνη, αλλά δεν αρκεί μόνο του. Πρέπει να καλλιεργηθεί έπειτα η συνείδηση ενός λειτουργήματος και ο ταλαντούχος ηθοποιός να ευνοήσει με μιαν εσωτερική αναζήτηση τι και πώς να υποδύεται στους ρόλους. Το ταλέντο και των δύο υπήρξε γενναιόδωρο, αφειδώλευτο. Μπορούν να παίξουν με την ίδιαν επιτυχία και τα πιο διαφορετικά έργα, από την κωμωδία έως την τραγωδία (τα οποία βέβαια αυστηρά επιλέγουν, με την παράλληλη προσπάθεια να στηριχθούν και οι νέοι Έλληνες θεατρικοί συγγραφείς).
Και όχι μόνο αυτό. Μπορούν να επιτυγχάνουν τον πιο δύσκολο άθλο, να συγκερνούν σε δύσκολες, ψυχολογικά σύνθετες παραστάσεις αυτούς τους δύο ακραίους τρόπους έκφρασης, το κωμικό και το δραματικό-τραγικό (ήδη υπάρχει η αρχαία ελληνική λέξη «σπουδογέλοιον»). Και να μεταπίπτει ο θεατής από τη μία στην άλλη, αντίθετη διάθεση. Άλλοτε να εκρήγνυται σε δυνατά γέλια κι άλλοτε να προβληματίζεται σοβαρά, συγκινημένος.
Και κάτι άλλο. Με τη Μήδεια σκας στα γέλια. Συγχρόνως όμως, με τρόπο θα έλεγα μαγικό, λαμβάνεις χειροπιαστό το νόημα της «ανθρώπινης κωμωδίας», όπως θα έλεγε ο Μπαλζάκ, με την ιδιαίτερη σημασία που έχει η λέξη κωμωδία στη γαλλική γλώσσα, ως το σύνολο πράξεων και έργων περισσότερο ή λιγότερο γελοίων.
Με τη Μήδεια σκας στα γέλια. Συγχρόνως όμως, με τρόπο θα έλεγα μαγικό, λαμβάνεις χειροπιαστό το νόημα της «ανθρώπινης κωμωδίας», όπως θα έλεγε ο Μπαλζάκ, με την ιδιαίτερη σημασία που έχει η λέξη κωμωδία στη γαλλική γλώσσα, ως το σύνολο πράξεων και έργων περισσότερο ή λιγότερο γελοίων.
Για να επιτευχθούν όλα αυτά, χρειάζεται ο εμπνευσμένος και ευρηματικός, ιδιοφυής τελικά σκηνοθέτης· τέτοιος είναι ο Παπαγεωργίου. Άλλωστε οι δυο τους είχαν διαμορφώσει μιαν ειλικρινή, έντιμη και ωραία ανθρωπιστική, κοινωνική ιδεολογία, η οποία διέπει σταθερά την καλλιτεχνική δημιουργία τους.
Ο Παπαγεωργίου στον πρόλογό του στο πρόγραμμα, επικοινωνώντας νοερά με τον αλησμόνητο Μποστ, γράφει προς το τέλος: «Εμείς, Μέντη μου, ξέρουμε ότι από κει που είσαι μας κοιτάς και χαμογελάς ευχαριστημένος, βλέποντας ότι το χιούμορ σου, η σάτιρά σου και το νυστέρι σου κάνουν ακόμα καλά τη δουλειά τους».
Μετά την παράσταση αισθανθήκαμε την επιθυμία να πούμε στα έξοχα κορίτσια του χορού ότι πρέπει να θεωρούν τον εαυτό τους τυχερό, που έχουν τέτοιους δασκάλους.
Κι ένα υστερόγραφο. Στο πρόγραμμα υπάρχει φωτογραφημένο ένα έγγραφο του Υπουργείου Παιδείας, του 1994, που ανακοίνωνε στον «υπεύθυνο της Θεατρικής Εταιρείας "Στοά"» την απόφαση της «Ομάδας εργασίας για την επιλογή θεαμάτων για μαθητές» να μην εγκρίνει την παρακολούθηση του έργου από τους «μαθητές των σχολείων της χώρας» (το έγγραφο ερχόταν από τη Διεύθυνση Σπουδών Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης).
Φαντάζομαι ότι και ο Αριστοφάνης, παρακολουθώντας από εκεί που είναι και ο Μποστ ό,τι συμβαίνει στη χώρα των απογόνων του, θα χαμογελούσε –αν δεν κάγχαζε– για το φαρισαϊσμό και την κούφια σεμνοτυφία της Πολιτείας. Τα παιδιά (κι όχι μόνο οι έφηβοι) τα ξέρουν πια όλα, καλώς ή κακώς. Και σύμφωνα με την υπεραισιόδοξη μοντέρνα Παιδαγωγική, που κόπτεται για την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης (με τις αποξηραμένες νόρμες ενός άκρατου ορθολογισμού) των μαθητών, θα μπορούσαν οι νέοι να διακρίνουν κριτικά, πίσω από τα γέλια και τα «παλιόλογα» του Μποστ, και το «νυστέρι» του. Μήπως αυτό δεν ήθελαν οι «αρμόδιοι»;
*Ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, λαογράφος και φιλόλογος Μ. Γ. Μερακλής γεννήθηκε το 1932 στην Καλαμάτα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Γοτίγγης της Γερμανίας, όπου και εκπόνησε τη διδακτορική του διατριβή.