Ο Jerzy Grotowski ήταν Πολωνός σκηνοθέτης και ηθοποιός που ίδρυσε το "Θέατρο εργαστήριο" ή αλλιώς ‘"φτωχό θέατρο", όπως ήθελε να το αποκαλεί. Στην αρχή το θεατράκι που ίδρυσε στο Opole -μια μικρή πόλη στην Πολώνια- ήταν εξαιρετικά μικρό. Συνεργάστηκε με τον αρχιτέκτονα Gurawski που χρησιμοποιούσε τον άδειο χώρο. Ο Gurawski έλεγε για το θέατρο τους : «Το λένε φτωχό θέατρο, εγώ το λέω θέατρο χώρου».
Σταδιακά ο Grotowski άρχισε να περιορίζει τα πάντα: τα σκηνικά, τα κοστούμια τα φώτα, τη μουσική, ώσπου στο τέλος έμεινε μόνο ο θεατής και ο ηθοποιός. Ο Grotowski είχε εκπαιδευτεί στο στανισλαφσκικό σύστημα, αλλά πήγε ένα βήμα παραπέρα. Πολλά έχουν γραφτεί για τη μέθοδό του, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν είχε ένα συγκεκριμένο σύστημα, καθώς προσάρμοζε τις ασκήσεις του στην προσωπικότητα και στα προβλήματα του κάθε ηθοποιού. Ξεκινούσε την εκπαίδευση των ηθοποιών του από τη γιόγκα και την ουδέτερη μάσκα. Εν συνεχεία κατάλαβε ότι η γιόγκα είναι μια εσωτερική διαδικασία, ενώ ο θέατρο απαιτεί εξωστρέφεια και έφτιαξε ό ίδιος μια σειρά από ασκήσεις που βασίζονται στην τεχνική της γιόγκας, αλλά εξυπηρετούν τη θεατρική τέχνη. Ήθελε να δημιουργήσει τον "άγιο ηθοποιό", έναν ηθοποιό που γίνεται θυσία επί σκηνής. Έλεγε ότι όλοι φοράμε μάσκες και μόνο όταν οι μάσκες πέσουν βλέπουμε το πραγματικό είναι μας. Ο ηθοποιός λοιπόν που είναι θαρραλέος τόσο ώστε να απεκδυθεί όλες αυτές τις μάσκες και να προσφέρει το σώμα του ως θυσία στο κοινό είναι άγιος, ενώ όποιος απλώς κάνει τη δουλειά του είναι αυλικός και πόρνη για τον Grotowski.
Πίστευε ότι οι θεατές πηγαίνουν στο θέατρο για να αλλάξει κάτι μέσα τους. Αλλά για να αλλάξει ο θεατής, πρέπει πρώτα να αλλάξει ο ηθοποιός. Από αυτή θέση άρχισε την έρευνά του που χωρίζεται σε τρεις φάσεις, κατά τις οποιές διερεύνησε τρεις διαφοτερικές σχέσεις ανάμεσα στο κοινό και στον ηθοποιό.
Ο θεατής ως συμμετέχων
Το 1960 σκηνοθέτησε το έργο “Kordian”, ένα κλασικό πολωνικό κείμενο. Το έργο διαδραματίζεται σε ένα άσυλο κι αυτός έβαλε τους θεατές να κάθονται ανάμεσα στους ηθοποιούς. Εκείνοι μπορούσαν να επιλέξουν αν θα κάθονταν κοντά σε ένα κρεβάτι, στο πάτωμα ή σε καρέκλες. Διαλέγοντας τη θέση τους, αναλάμβαναν ένα ρόλο χωρίς να το ξέρουν. Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων κατάλαβε όμως ότι οι θεατές μπορεί να αισθάνονταν άσχημα ή άβολα. Γιατί μόνο αν κάποιος θέλει και επιλέξει συνειδητά να αλλάξει, τότε μπορεί να το πετύχει, γι’ αυτό και εγκατέλειψε γρήγορα αυτή την πρώτη περίοδο.
Ο θεατής ως παρατηρητής
Το 1961-2 ανέβασε ένα άλλο έργο, το “Acropolis”, που ξετυλίγει την ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Ο Grotowski το τοποθέτησε στο Άουσβιτς. Οι ηθοποιοί άλλαζαν το χώρο και στο τέλος έφευγαν, αφήνοντας τους θεατές να παρατηρούν. Ο ίδιος έλεγε ότι δεν «μπορεί κανείς να φυλακίσει την πραγματικότητα, μόνο την αίσθησή της». Στην παράσταση αυτή δε χρησιμοποίησε καθόλου μουσική, τους ήχους τους παρήγαγαν μόνο οι ηθοποιοί που έμοιαζαν νεκροί, ενώ οι θεατές ήταν οι ζωντανοί. Διαχωρίζοντας αυτούς τους δύο κόσμους έθετε το κοινό στη θέση του παρατηρητή. Αλλά και σε αυτή τη φάση κατάλαβε ότι δεν έχει το αποτέλεσμα που επιθυμούσε, δηλαδή να αλλάξει κάτι στο κοινό.
Ο θεατής ως αυτόπτης μάρτυρας
Το 1965-6 σκηνοθέτησε το έργο “Prince Constance” που διαπραγματεύεται το θέμα της θυσίας. Σε αυτή την τρίτη περίοδο ο Grotwski ήθελε οι θεατές να γίνουν αυτόπτες μάρτυρες μια θυσίας. Πίστευε ότι αν το κοινό δει μπροστά μια «ολοκληρωτική πράξη», όπως την ονόμαζε, είτε του αρέσει είτε όχ,ι κάτι μέσα του θα αλλάξει.
Ενώ σε αυτή την παράσταση δε χρησιμοποίησε τίποτα άλλο περά από τα σώματα των ηθοποιών που έφτασαν στο απόγειό τους και πάλι συνειδητοποίησε ότι τίποτα δεν μπορούσε να αλλάξει, καθώς οι θεατές απλώς κάθονταν εκστατικοί μπροστά στο μεγαλείο των ηθοποιών του.
Έτσι αποφάσισε να σταματήσει να ανεβάζει παραστάσεις, αφού δεν μπορούσε να εκπληρώσει το στόχο του. Απομονώθηκε στο δάσος μαζί με μια ομάδα μαθητών του και συνέχισε την έρευνά του, αναζητώντας πάντα τον τρόπο να αλλάξει τον κόσμο.
A.K