Οι πρώτες φορές είναι οι πιο ισχυρές μνήμες. Δεν τις ξεχνάς ακόμη κι αν το παρελθόν κρέμεται από μια κλωστή. Σήμερα, ο Θεοδόσης Κώνστας περιγράφει στο Onlytheater.gr τις θεατρικές περιπέτειες ενός τσούρμου από τελειόφοιτα φιντάνια του δημοτικού. Ο Θεοδόσης μετέφερε εκείνη την ορμή στο παρόν του. Αν δεις τον "Σούπερ Γλυκό Περγαμόντο", θα καταλάβεις. Ο «Σούπερ Γλυκός Περγαμόντος» ξέρει ότι, όταν θέλεις να αλλάξεις μια κατάσταση, αρκεί ένα μικρό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Η αιώνια μάχη του καλού με το κακό είναι αναπόφευκτη.
Τελείωνα την έκτη δημοτικού. Ήταν ήδη Ιούνιος και επρόκειτο να αποχαιρετίσουμε το δημοτικό σχολείο και την παιδική μας ηλικία με τρόπο μεγαλειώδη: στη σχολική γιορτή θα παρουσιάζαμε μία θεατρική παράσταση-δημιουργία της τάξης.
Τα είχαμε αναλάβει όλα εμείς: το θέμα, τα κείμενα, τη σκηνοθεσία, τη διανομή των ρόλων. Το έργο -η πρώτη μου εμπειρία απ’ το θέατρο της επινόησης(!)- είχε τίτλο «Η Εκδρομή» και περιέγραφε την περιπέτεια μιας παρέας που αποφάσισε να οργανώσει μια..εχμ.. εκδρομή σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο την νότιας Χίου για να συναντήσει εκεί φίλους από άλλο σχολείο.
Στο δρόμο διάφορα ευτράπελα κι αναποδιές, όπως λάθος λεωφορεία, ωτοστόπ σε καρότσες κι άλλες παρεξηγήσεις θα δοκίμαζαν τις σχέσεις των φίλων μέχρι που το παρεάκι τελικά θα κατέληγε σε λάθος προορισμό , κάποιο απομονωμένο χωριό όπου δεν ζούσε ψυχή. Ούτε που θυμάμαι τι είχαμε αποφασίσει για τέλος και μάλλον δεν είχαμε καταλήξει κάπου συγκεκριμένα. Ο καθένας πρότεινε και από μια ιδέα για φινάλε. Εγώ που την είχα από τότε, φαίνεται, την ροπή προς τα θεάματα είχα αναλάβει μεγάλο μέρος του κειμένου και της σκηνοθεσίας και φρόντιζα να γεμίσω το στόρυ με αστεία κάθε είδους, άλλα και ευρήματα για να τους αφήσουμε άφωνους και τους γονείς και τους δασκάλους!
«Η παράσταση είναι εξ ολοκλήρου φτιαγμένη απ’ τα παιδιά, γι' αυτό ζητώ την επιείκειά σας». Τα λόγια αυτά της κας Καίτης, της δασκάλας μας, με τα οποία προσφωνούσε την «Εκδρομή» στη σχολική γιορτή, με έκαναν να παγώσω.
Γιατί η αλήθεια είναι ότι μας είχε παρασύρει ο ενθουσιασμός για το καλοκαίρι που ερχόταν και οι πρόβες μας ήταν περισσότερο αφηγήσεις άσχετων ιστοριών, πειράγματα, καλαμπούρια και ποδόσφαιρο παρά στήσιμο της παράστασης.
Για ένα περίπου λεπτό αφότου βγήκαμε στη σκηνή δεν πρέπει ν’ ακούστηκε λέξη από τους ηθοποιούς. Το κοινό χαζογελούσε που έβλεπε ένα μάτσο σαστισμένα εντεκάχρονανα να προσπαθούν να θυμηθούν τα ονόματα των χαρακτήρων.. Στον επόμενο μισό αιώνα που διήρκεσε η παράσταση -κάποιες κοιλίτσες τις έκανε είν’ αλήθεια- η παρέα της έκτης δημοτικού πηδώντας μπρος-πίσω στην ιστορία, πάλευε αυτοσχεδιάζοντας να κατευθύνει το όλο πράγμα προς ένα κάποιο φινάλε. Σε μία σκηνή ένα κορίτσι εξοργισμένο με τον χαρακτήρα που υποδυόμουν, τον έλουζε με ένα ποτήρι νερό. Το πίστευα πολύ αυτό το στιγμιότυπο. Θα πέφτανε όλοι κάτω από τα γέλια. Η καημένη, η Πελαγία όμως μέσα στον γενικότερο χαμό και την αγωνία για το πώς θα το κλείσουμε το θέμα, πελάγωσε, δεν της βγήκε η οργή και έτσι δεν τόλμησε καν ν’ αγγίξει το ποτήρι. Δεν πίστευα ότι θα πάει χαμένο τέτοιο γκάγκ!! Απογοητεύτηκα τόσο που σταμάτησα να προσπαθώ να επιβάλω το τέλος της παράστασης που μου άρεσε..
Ξαφνικά, ένας τολμηρός συμμαθητής, αόρατος ηθοποιός, εμφανίζει ένα κασετόφωνο που βούτηξε απ ’τα παρασκήνια. Πατάει το κουμπί κι ακούγεται η Μαρινέλλα να τραγουδά τ’ “Αμερικάνικα”. Ενθουσιάζεται το ταλαίπωρο κοινό με το άσμα, ενθουσιάζεται η παρέα του έργου που βρήκε τρόπο να διασκεδάσει στην ερημιά, ενθουσιάζεται κι η έκτη δημοτικού που βρήκε φινάλε πριν πάει γυμνάσιο! Τελειώνει το τραγούδι και μέσα σε χειροκροτήματα, κι επευφημίες φωνάζουμε όλοι δυνατά: Καλό καλοκαίρι!!!
Και μου' ρχεται, τότε, στο κεφάλι το ποτήρι με το νερό. Πέσανε όλοι κάτω από τα γέλια.
Χρύσα Φωτοπούλου