Η Νταίζη Λεμπέση γεννήθηκε μεταξύ πρώτου και δεύτερου κουδουνιού, η πρώτη λέξη που είπε ήταν "Αυλαία", μετά "Φως και σκοτάδι", πρωτοπερπάτησε στα παρασκήνια κρατώντας το χέρι της Τζένης Καρέζη. Αγαπάει το θέατρο γιατί το αγαπούσε και ο μπαμπάς της, ο αξέχαστος Γιώργος Λεμπέσης. Στις γενικές δοκιμές, εκεί στον εξώστη, της κλείνει το μάτι. Κάθε φορά. Ευχαριστημένος που η ζωή συνεχίζεται.
Πίσω απ’ τη σκηνή, ο μπαμπάς μου γνώρισε τη μαμά μου και κάπως έτσι ήρθα εγώ σε ετούτη τη ζωή. Πίσω απ’τη σκηνή, ο πρώτος άνθρωπος που με κράτησε στην αγκαλιά του ήταν η Τζένη Καρέζη. Πίσω απ’ τη σκηνή η Τζένη είναι οικογένεια, είναι νονά, είναι φοβερή μαγείρισσα, αγαπάει τα κεριά, μαζεύει βότσαλα για το σπίτι στο Πήλιο, έχει άγχος αν μου αρέσουν τα δώρα της.
Πίσω απ’τη σκηνή, η Αλίκη βάζει κολώνια (αυτήν την ίδια, που μόνο σε εκείνη πήγαινε) και ετοιμάζεται να βγει στη σκηνή την ώρα που της λένε ότι ένα από τα παιδιά της "Μελωδίας" χτύπησε και κλαίει. Εκείνη πάει στα παιδιά, τους τραγουδάει και τους λέει αστεία. Ο πόνος φεύγει, τα χαμόγελα επιστρέφουν και εκείνη τους υπόσχεται ότι θα τους πάρει γλυκά. Θα τονίσει «γλυκά για όλους!!», εντός και εκτός σκηνής. Στο διάλειμμα, θα πάρει την Αλέκα στο ταμείο να ρωτήσει, αν πήρε γλυκό. Θα θυμώσει μαζί της που δεν πήρε και θα της στείλει το μισό κουτί.
Πίσω απ’τη σκηνή, ένα καλοκαίρι στο Αθήναιον, στις γενικές πρόβες της "Όπερας της πεντάρας", σε σκηνοθεσία Ντασέν, η Μελίνα αποφασίζει να δει πρόβα. Ο Ντασέν δεν την αφήνει γιατί έχει αναστατώσει τον θίασο και έτσι κάθεται στο μπαρ του θεάτρου μαζί με μια χούφτα ανθρώπους. Μπαίνει στο θέατρο ο Νίκος Κούρκουλος την ώρα που από μέσα ακούγεται το τραγούδι του Μακχήθ. Εκείνη σηκώνεται από την καρέκλα και τον ρωτάει, αν το θυμάται. «Ναι», της απαντάει και εκείνη αρχίζει να κουνιέται και του απλώνει το χέρι. Και χορεύουν και ο χρόνος σταματά…
Πίσω απ’τη σκηνή, στη "Βιρτζίνια Γουλφ" η Πέμυ ψήνεται στον πυρετό. Δεν μπορεί να σταθεί όρθια. Είναι Σάββατο και έχει διπλή παράσταση. Το θέατρο είναι γεμάτο. Λέει θα παίξω και παίζει. Στην κουίντα είναι ο γιατρός και παρακολουθεί. Ανάμεσα στις αλλαγές της βάζουν ορό και παίζει με τον ορό. Κανένας από τους θεατές δεν παίρνει είδηση. Χειροκρότημα, αυλαία, ένας χυμός πορτοκάλι και αρχίζει η δεύτερη παράσταση. Παίζει μαγικά, στο διάλειμμα καταρρέει. Ακούει το κουδούνι και σηκώνεται. Πάμε λέει και βγαίνει από το καμαρίνι. Στο φινάλε ο κόσμος σφυρίζει ανάμεσα στα χειροκροτήματα. Εκείνη περιμένει μέχρι να χαιρετήσει και τον τελευταίο θεατή και μετά φεύγει.
Πίσω απ’τη σκηνή, τα χρόνια περνούν. Εγώ δεν είμαι πια παιδάκι, αλλά εξακολουθώ να βρίσκομαι «πίσω απ’τη σκηνή», αγαπώ το ίδιο, σέβομαι το ίδιο, εκτιμώ όλο και πιο δύσκολα. Εξακολουθώ να πιστεύω πως η πρώτη σειρά είναι ό,τι χειρότερο για να απολαύσεις μια παράσταση. Εξακολουθώ να κάθομαι στην τελευταία σειρά του εξώστη, όταν βλέπω πρόβα. Αφήνω πάντα κενή τη θέση δίπλα μου, είναι η θέση του πατέρα μου και καμιά φορά, όταν συγκινούμαι με το αποτέλεσμα γυρίζω και κοιτάω προς τα εκεί..
Και μετά τρίτο κουδούνι, ΦΩΤΑ, ΑΥΛΑΙΑ και ΠΑΜΕ!
Αλλά αυτό είναι μία άλλη ιστορία..
Χρύσα Φωτοπούλου