του Πάνου Σκουρολιάκου
Λυτρωτική διέξοδος για τους εξόριστους στα μετεμφυλιακά κολαστήρια υπήρξε η ενασχόλησή τους με το θέατρο. Περισσότερο γνωστό είναι εκείνο της Μακρονήσου. Εκεί, όπου οι ίδιοι οι κρατούμενοι έχτισαν το θέατρό τους και ανέβασαν παραστάσεις με κορμό σημαντικούς συνεξόριστους θεατράνθρωπους, όπως ο Μάνος Κατράκης, ο Τζαβαλάς Καρούσος και πολλοί άλλοι. Αφηγήσεις όσων πέρασαν από εκεί, αλλά και πολλά ντοκιμαντέρ και κινηματογραφικές ταινίες, συνέτειναν στο να γνωρίζουμε αρκετά για το μακρονησιώτικο θέατρο.
Λιγότερο γνωστή είναι η θεατρική δραστηριότητα στο άλλο νησί εξορίας, τον Άη Στράτη. Εκεί μεταφέρθηκαν μετά το 1950 πολλοί από τους εναπομείναντες σε εξορία, μεταξύ αυτών οι προαναφερθέντες Κατράκης και Καρούζος. Εδώ, πάλι μόνοι, οι φυλακισμένοι κατασκεύασαν τα δικά τους θέατρα. Στην αρχή ένα «θερινό», σ' ένα χωράφι χωρίς σκηνή. Αργότερα κάποια σανίδια έπαιξαν τον ρόλο του πάλκου. Στη συνέχεια, ένα μεγάλο πάνινο οίκημα, κάτι σαν τολ, έκανε χρέη στεγασμένου θεάτρου.
Από το καλοκαίρι του '50 έως το καλοκαίρι του '62, πλήθος θεατρικών έργων ανέβηκαν προσφέροντας στους φυλακισμένους αγωνιστές δημιουργική ασχολία, γνώση και ψυχαγωγία. Στο ρεπερτόριο συνυπήρχαν οι «Πέρσες» του Αισχύλου, η «Βαβυλωνία» του Βυζάντιου, αλλά και ο «Ταρτούφος» του Μολιέρου, η «Δωδέκατη Νύχτα» του Σαίξπηρ, η «Αρπαγή της Σμαράγδως» του Κουνελάκη και πολλά άλλα ελληνικά και ξένα έργα. Πολλά από αυτά, οι επαγγελματίες εξόριστοι ηθοποιοί τα είχαν υπηρετήσει κατά τον πρότερο, ελεύθερο επαγγελματικό τους βίο. Τα κείμενα των έργων έρχονταν «απ' έξω». Είτε από τους συγγενείς, είτε τη ευγενή φροντίδι της ΕΔΑ, κρυφά και διακριτικά. Η λογοκρισία του στρατοπέδου ήταν το πρώτο μεγάλο εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεραστεί. Επιλέγονταν έργα που ήταν, ή φαίνονταν αθώα.
Κατά τη διάρκεια των δοκιμών, πλήθος εξορίστων φρόντιζε για την κατασκευή των σκηνικών, των κοστουμιών και των σκηνικών αντικειμένων με μέσα κυριολεκτικά ανύπαρκτα. Επιστρατεύονταν ξυλουργοί, ζωγράφοι και τεχνίτες, που έπρεπε να επινοήσουν λύσεις για το κάθε τι. Το μεγάλο πρόβλημα στις διανομές ήταν οι γυναικείοι ρόλοι. Ποιος να τους παίξει; Επιστρατεύονταν, λοιπόν, εκόντες - άκοντες σύντροφοι, με αγωνιστικό καθήκον να παίξουν την Άτοσσα, τη Βιόλα, ή τη Σμαράγδω! Το πρόβλημα αυτό ξεπεράστηκε, όμως, με την έλευση το 1953 πενήντα εξόριστων γυναικών από το Τρίκερι.
Οι επιλογές, όπως είπαμε, ήταν προσεκτικές ώστε να περνούν από τη λογοκρισία, ώστε να μη δημιουργούν «εθισμό» στους λογοκριτές για απαγορεύσεις. Θύμα αυτής της δυσκολίας υπήρξε το θεατρικό είδος της Επιθεώρησης, τόσο αγαπητό στους θεατές, και βεβαίως στους εξόριστους θεατρίνους του Άη Στράτη. Η Επιθεώρηση βασίζεται στη σάτιρα. Στην κριτική. Τι κριτική να κάνεις με τον χωροφύλακα πάνω από το χειρόγραφο; «Σκορδαλιά χωρίς σκόρδο γίνεται;» ρωτούσαν οι εξόριστοι. Μόνοι τους απαντούσαν «όχι», αλλά έβρισκαν τρόπο να ξεπερνούν κι αυτό το εμπόδιο. Σατίρισαν, λοιπόν, τον εαυτό τους και τη ζωή τους στο στρατόπεδο, όπως τις «μανίες» που κατά καιρούς τους έπλητταν. Τη «χορομανία», για παράδειγμα, όπου κατά περιόδους μεγάλο πλήθος κρατουμένων ασχολείτο με την εκμάθηση χορών ελληνικών και ευρωπαϊκών! Με την «κοτετσομανία» κορόιδευαν την ψύχωση που τους είχε καταλάβει για να εκθρέφουν όρνιθες σε κοτέτσια ώστε να ενισχύουν τη διατροφή τους. Με την «ξενομανία» σατίριζαν την «επιδημία» εκμάθησης ξένων γλωσσών.
Η Επιθεώρηση ως θεατρικό είδος στηρίζεται στην τυπολογία. Σε τύπους, δηλαδή, που δημιουργεί και αναπαράγει, όπως ο βλάχος, το παιδάκι, η κουτσομπόλα κ.ά. Η επιθεώρηση του αγιοστρατίτικου θεάτρου, διά χειρός του εξόριστου χρονογράφου Νίκου Παπαπερικλή, δημιούργησε τον δικό της τύπο. Πρόκειται για τον «Αλφαδιαστή», έναν χαρακτηριστικό τύπο έγκλειστου ανθρώπου, οικείου και γνώριμου των φυλακισμένων αγωνιστών.
Η δραστηριότητα του θεάτρου στον Άη Στράτη κράτησε όλα τα χρόνια της λειτουργίας του στρατοπέδου. Έδωσε την ευκαιρία να ασχοληθούν με αυτό πλήθος κρατουμένων, είτε ως θεατές είτε ως δημιουργοί. Οι γυναίκες, πέρασαν όλες από το σανίδι της σκηνής.
Για να αποσυμφορήσουν την κατάσταση και να απαλύνουν την εγχώρια και διεθνή κατακραυγή οι αρχές, προς το τέλος έδιναν άδειες στους εξόριστους ώστε να ταξιδέψουν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους για μικρά χρονικά διαστήματα. Έτσι σιγά - σιγά η θεατρική δραστηριότητα άρχισε να ατονεί.
Μέχρι να σβήσουν τα φώτα της αυλαίας μαζί με εκείνα του στρατοπέδου πολιτικών εξορίστων Άη Στράτη, όμως, το θέατρο είχε κρατήσει ζωντανή και καθαρή την ψυχή και τον νου των έγκλειστων μιας βάρβαρης τιμωρίας. Της πιο άνανδρης τιμωρίας των νικητών ενός εμφυλίου πολέμου προς τους ηττημένους, εδώ, στον τόπο όπου γεννήθηκε το θέατρο.
Αυτή είναι η θεατρική ιστορία του Άη Στράτη, ή αλλιώς της Αλοννήσου, όπου εξορίστηκαν οι Ρίτσος, Κορνάρος, Λειβαδίτης, Σαράφης, Ηλιού, ο Κώστας, η Μαρία, ο Γιάννης, ο Θωμάς και άλλοι χιλιάδες αγωνιστές που είχαν την αποκοτιά να ονειρευτούν και να αγωνιστούν για έναν άλλο κόσμο, για μιαν άλλη Ελλάδα...
* Από μια συζήτηση με τον εξόριστο Στέφανο Στεφάνου και από το βιβλίο του Στέφανος Στεφάνου - Ένας από τους πολλούς της ελληνικής Αριστεράς 1941-1971, εκδ. Θεμέλιο.
Πηγή: Αυγή