O Σωτήρης Καραμεσίνης πριν από μερικά χρόνια ταξίδεψε στη Βραζιλία για να σκηνοθετήσει τις "Βάκχες". Τελικά το Ρίο τον μάγεψε με την ιδιαιτερότητά του και απόφασισε να μετακομίσει μόνιμα πλέον στη Λατινική Αμερική. Από τη χώρα των μεγάλων αντιθέσεων μας στέλνει ένα άκρως περιγραφικό γράμμα . Τον ευχαριστούμε από καρδιάς!
Η Βραζιλία στα αυτιά των περισσότερων από εμάς ηχεί ακόμα ως τόπος εξωτικής διαφυγής, φέρνει στο νου τροπικά όνειρα σε ατελείωτες παραλίες στον ωκεανό και ζούγκλες, πιτσιρίκια πολύχρωμα να παίζουν μπάλα στην αμμουδιά, καλλίγραμμα και ηλιοκαμένα κορμιά να λικνίζονται στις μουσικές και δακρύβρεκτες τηλενουβέλες στην τηλεόραση. Και τελευταία, μαζί με το ποδόσφαιρο το καρναβάλι και τον αισθησιασμό της, η φτώχεια και η βίαιη πραγματικότητα στις Φαβέλες της, αποτελούν ένα ακόμα μηντιακό της εμπόρευμα και τουριστική ατραξιόν.
Όταν αποφάσισα, το 2008, να έρθω στο Ρίο ντε Τζανέιρο για να σκηνοθετήσω τις Βάκχες με το θίασο της ταινίας της «Πόλης του Θεού» τους “Nos do Morro”, σχεδόν όλοι έλεγαν ότι πάω να κάνω μια επικίνδυνη τρέλα. Η μόνη εικόνα που έχουμε για την ζωή στις Φαβέλες είναι από τις ταινίες και τα αστυνομικά δελτία: παιδιά και έφηβοι οπλισμένοι να παίζουν κλέφτες και αστυνόμους με πραγματικά όπλα μεταξύ τους και με τη στρατιωτική αστυνομία, συμμορίες ναρκοεμπόρων σε μάχες για ξεκαθαρίσματα και αδέσποτες σφαίρες που σκοτώνουν αθώους ως παράπλευρες απώλειες σε αυτό τον βίαιο εμφύλιο πόλεμο. Αυτή είναι βέβαια μια πλευρά της πραγματικότητας. Μέσα αυτό το σύμπαν και παράλληλα με αυτό, υπάρχει και μια αληθινή ευκαιρία να δοκιμάσεις τις δυνάμεις σου, τις ικανότητες και την κλήση σου, τα όρια της θέλησης, της προσαρμοστικότητας, της δημιουργίας.
Όταν ήρθα εδώ, με ένα πνεύμα ιεραποστολής, δε θα το αρνηθώ, και με την ανάγκη για μια δυνατή εμπειρία αλλαγής, (οι ιεραπόστολοι ζητούν να «σώσουν» πρώτα την ψυχή τους) είχα θεωρητικά έναν θεατρικό, αντικειμενικό στόχο- να ερευνήσω την δημιουργία μιας γλώσσας υβριδικής για να αρθρώσω τον σκηνικό λόγο μιας Ελληνικής τραγωδίας πέρα από τον τόπο και τη γλώσσα μας, να πειραματιστώ τη δύναμή της σε έναν άλλον κόσμο, σε μια άλλη κουλτούρα και πραγματικότητα. Τότε δε φανταζόμουν τις προκλήσεις που θα συναντούσα στην πορεία μου, τις βαθιές αλλαγές που θα μου προκαλούσε σαν καλλιτέχνη και τη δοκιμασία της επιλογής μου να συνεχίζω να εργάζομαι στο θέατρο, όπως το ξέρουμε και το πράττουμε στην Ελλάδα.
Έχοντας πλέον συμπληρώσει 5 και πλέον χρόνια ζωής στο Ρίο ντε Τζανέιρο και κάνοντας έναν σύντομο απολογισμό, με 5 θεατρικές σκηνοθεσίες, ανάμεσα σε αυτές 3 τραγωδίες, μια ταινία ως πρωταγωνιστής στο ΗΒΟ, 5 χρόνια διδασκαλίας, μερικές δεκάδες εργαστήρια και σεμινάρια σε διαφορετικές πόλεις και φεστιβάλ της Βραζιλίας, με ηθοποιούς ινδιάνους του Αμαζονίου, Αγκολάνους και Καποβερντιανούς από την Αφρική, μέχρι Βραζιλιάνους δεύτερης και τρίτης γενιάς Γερμανών, Ρώσων και Πολωνών εβραίων, Γιαπωνέζων και Ιταλών, ακόμα και μερικών Ελλήνων μεταναστών στις νότιες πολιτείας της χώρας, πρέπει να ομολογήσω ότι το ανθρώπινο δυναμικό της Βραζιλίας είναι εξαιρετικό, εξαιτίας αυτής ακριβώς της μοναδικής ποικιλίας και μίξης είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον. Δεν είναι τυχαίο για παράδειγμα, ότι μόνο εδώ έχουν σχολή εκτός Ρωσίας τα μπαλέτα Bolshoi, ή συχνή παρουσία για εργασία και έρευνα σοβαρών καλλιτεχνών όπως η Αrian Mnouchkine, ο Eugenio Barba και άλλων σημαντικών ανθρώπων του θεάτρου. Θα προσπαθήσω λοιπόν εδώ, να σας κάνω μια ξενάγηση, μια βόλτα στις εμπειρίες και τις σκέψεις μου για τη ζωή με το θέατρο εδώ στον Τρίτο κόσμο ή πολιτικώς ορθότερα, στον «αναπτυσσόμενο κόσμο». Ίσως βοηθήσει να θέσουμε και κάποια χρήσιμα ερωτήματα και συζητήσεις για την δική μας πραγματικότητα.
Όλοι όσοι εργαζόμαστε σε αυτόν τον χώρο, γνωρίζουμε το «Βάσανο» του Θεάτρου, την ακροβασία να είσαι παρών, να δημιουργείς και να εξελίσσεσαι, και ταυτόχρονα να βιοπορίζεσαι από το θέατρο στην Ελλάδα. Πίσω στο 2007-8, όταν ανέβασα τις δύο τελευταίες μου παραστάσεις στην Αθήνα, εργαζόμασταν σε έναν ασφυκτικό συνωστισμό και ανταγωνισμό 300 παραστάσεων, σε ένα κυνήγι για χρηματοδότηση και ταμείο, και μια συνθήκη εξαντλητικής προσπάθειας να παράγεις συνεχώς με ταχύτητα, να προβάλλεσαι, χωρίς χρόνο η χώρο για έρευνα, για ουσία, για πρόταση, για λάθη. Όσοι γνωρίζουμε την πραγματικότητα και έξω απ’ την αυλή μας, ξέρουμε ότι πουθενά δεν είναι εύκολο ή απλό να ζεις από το θέατρο, σε όποιο πόστο και εάν εργάζεσαι και σε όποια χώρα, οι δυσκολίες είναι δυσανάλογα μεγαλύτερες από τους περισσότερους γνωστούς τρόπους βιοπορισμού και καλλιτεχνίας.
Το θέατρο ήταν κάποτε ένα επάγγελμα, από το οποίο μπορούσες να ζεις με κάποια αξιοπρέπεια, σε πολλές χώρες του δυτικού κόσμου. Θυμάμαι, είκοσι χρόνια πριν, κατά την διάρκεια της διαμονής μου στο Παρίσι, άκουγα σε καθημερινή βάση στις παρέες των Γάλλων την ερώτηση «τι είδατε αυτήν την εβδομάδα στο θέατρο;». Το θέατρο στην μεσαία τάξη της Ευρώπης ήταν στην ατζέντα εξόδου της εβδομάδας. Για μερικές δεκαετίες αυτό συνέβη περίπου και στην Ελλάδα, η πιο σωστά στην Αθήνα. Όμως στην μεγαλύτερη μερίδα του λεγόμενου τρίτου κόσμου, το να «συχνάζεις» στα θέατρα, ήταν μια συνήθεια της υψηλής οικονομικοκοινωνικής ελίτ, αφορούσε μια συντριπτικά μικρή πλειοψηφία, αποτελούμενη συνήθως από τους ευρωπαϊκής καταγωγής απογόνους των αποίκων που στέκονται στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας σε αυτές τις χώρες, και που είναι σαφώς ταξικά διαβαθμισμένες, με εξαιρετικά λίγες πιθανότητες κινητικότητας και ανέλιξης. Αυτή είναι η πραγματικότητα και στην Λατινική Αμερική. Με εξαίρεση συγκεκριμένες συνοικίες της μεσαίας τάξης του Μπουένος Άιρες της Αργεντινής και του Σάο Πάουλο της Βραζιλίας τις τελευταίες δεκαετίες, και τις γενιές των μορφωμένων νέων της μετά-επαναστατικής Κούβας, από το Μεξικό έως την γη του Πυρός το θέατρο δεν υπήρχε στο μενού της ψυχαγωγίας του λαού, έτσι όπως το γνωρίζουν οι Ευρωπαίοι. Αναμφισβήτητα έγραψαν κάποιοι συγγραφείς μερικά διαμάντια, και πέρασαν κάποιοι μεγάλοι ηθοποιοί από τις σκηνές της, και σκηνοθέτες και «θεατράνθρωποι» με ερευνητική και επαναστατική δράση, όπως ο Αugusto Boal που είχα και την τύχη να γνωρίσω και να συζητήσουμε πριν μας αφήσει. Όμως πέρα από αυτές τις περιπτώσεις, ποτέ δεν υπήρξε μια «μεσαία τάξη», με κουλτούρα και οικονομική άνεση ώστε να αποτελέσει ένα πλατύ θεατρικό κοινό. Αυτό βέβαια είχε και ως συνέπεια οι ίδιοι οι καλλιτέχνες και επαγγελματίες του χώρου, να ανήκουν σε μια μικρή και ακόμα πιο εκκεντρική «φυλή», οι περισσότεροι ήταν τα μαύρα πρόβατα των μεγαλοαστικών οικογενειών, αυτοί οι λίγοι που δεν συνέχισαν την καριέρα του πατέρα η δεν ανέλαβαν την οικογενειακή επιχείρηση, αλλά διάλεξαν την ρήξη και την δική τους διαδρομή, ή παιδιά θεατρικών οικογενειών. Μου έλεγε ένας συνάδελφος σκηνοθέτης τις προάλλες πως 25 χρόνια πριν, όταν ξεκινούσε κι αυτός όπως και εγώ στο θέατρο, ούτε μπορούσε να διανοηθεί πως θα ερχόταν μια μέρα που θα μπορούσε να κάνει μόνο θέατρο και να ζει από αυτό. Για τους φτωχούς και τους ταπεινής καταγωγής, αυτό ήταν ουτοπικό σενάριο.
Για διάφορους λόγους, ιστορικής και κοινωνικής βάσης, που δεν γίνεται να αναλύσω σε αυτό το άρθρο, η Βραζιλία ήταν πάντα κάπως απομονωμένη από τους ισπανόφωνους γείτονες της, και σε αντίθεση με τους υπόλοιπους λατινοαμερικάνους, είχε κρατήσει το βλέμμα στραμμένο προς την Ευρώπη και τον πλούσιο γείτονα στον Βορρά, τις ΗΠΑ. Γι αυτό και μια θεατρική αγορά που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, λόγω των αυξημένων καταναλωτικών δυνατοτήτων μιας μερίδας του αστικού πληθυσμού, στράφηκε προς την Λονδρέζικη και την Αμερικάνικη αγορά έργων και τάσεων francise, μιούζικαλς απευθείας από το west end και το Broadway, κόπιες παραστάσεων των σταρ του Ηolywood και κυρίως light θεάματα που μπορούν να προωθηθούν εύκολα στην νέα γενιά καταναλωτών που είναι στην πλειονότητα τους μανιώδης ιντερνετικοί και τηλεοπτικοί θεατές χωρίς ιδιαίτερη κρίση. Αυτή είναι η πρώτη εικόνα του χώρου και λίγο πολύ γνωστή και οικεία και σε εμάς, που αφορά μερικές δεκάδες επιχειρηματιών και λίγες χιλιάδες καλλιτεχνών και τεχνικών που δουλεύουν κυρίως στην τηλεοπτική βιομηχανία και δευτερευόντως και στην θεατρική πιάτσα.
Στην Βραζιλία των 210 εκατομμυρίων ανθρώπων, απλωμένων σε μια αχανή και πολύμορφη έκταση όσο 80 Ελλάδες περίπου, ή 1,8 φορές η Ευρώπη, με τις τρομερές αποστάσεις και ανισότητες μεταξύ των πληθυσμών, υπάρχει η ανάγκη για ένα άλλο θέατρο, ένα θέατρο που χρειαζόμαστε όλο και περισσότερο και εμείς στην Ευρώπη. Το θέατρο πρέπει να φεύγει από τα κόκκινα χαλιά, όσο οι προκλήσεις της κοινωνίας και η ανάγκη για αλλαγές διογκώνονται Βρέθηκα να ζω μέσα σε ένα πυρήνα 80 περίπου ηθοποιών, κάποιοι με χάρισμα και δυνατότητες πολλές, νέοι με όνειρα, γεννημένοι και μεγαλωμένοι στην φτώχεια και στον αποκλεισμό μιας σκληρά ρατσιστικής κοινωνίας, όπου όσο πιο σκούρο είναι το δέρμα σου τόσο πιο ελεεινή η κατάσταση της ζωής σου, και τόσο πιο σκούρο το μέλλον σου επίσης. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις στον κανόνα αυτό βρίσκονται στο ποδόσφαιρο, σε επίπεδο εθνικών σταρ και λίγες μετρημένες παρουσίες αφροβραζιλιάνων στην show biz. Ανάμεσα στους ηθοποιούς μου στην φαβέλα, μετά βίας ο ένας στους δέκα ήταν λευκός. Και η ερώτηση που αναδύεται φυσικά, είναι τι μπορώ να κάνω με το θέατρο, πως μπορεί η τέχνη να επιδράσει και να ανατρέψει αυτήν την πραγματικότητα; Έχει αυτήν την δύναμη; Μπορεί να έχει αυτόν τον ρόλο σε μια βίαιη και ρατσιστική, θρησκόληπτη, επιφανειακή, ατομικιστική, και ισοπεδωτικά υλιστική κοινωνία, αυτό δηλαδή που είναι οι περισσότερες κοινωνίες μας στον 21 αιώνα; Η λύση στο πρόβλημα του αποκλεισμού και του ρατσισμού, βρίσκεται στην ένωση, στην μίξη, στην επαφή από μικρή ηλικία με τον «άλλον» τον διαφορετικό, και φυσικά αυτό πρέπει να αρχίζει στο σχολείο. Το ζήτημα είναι από πού και πώς να μπεις σε αυτό το σύστημα αποκλεισμού και να αρχίσεις την δράση της αποδόμησης; Είναι ένα σύστημα που ξέρει να φυλάγεται καλά γιατί το κάνει αυτό αιώνες τώρα.
Η εργασία μου πάνω στην τραγωδία με τους ηθοποιούς της «Πόλης του Θεού», προκάλεσε αίσθηση και πολεμική στα θεατρικά πράγματα. Γιατί ένας Έλληνας σκηνοθέτης να έρθει ως εδώ, και να διαλέξει τους «φαβελάτους», «τους απαίδευτους» για να κάνει ένα θέατρο τόσο «εκλεκτικό» και «αριστοκρατικής καταγωγής» όπως θεωρούν εδώ το αρχαίο δράμα; Ακόμα και από κάποιους Έλληνες συναδέλφους αργότερα άκουσα σχόλια: «μα τραγωδία με μαύρους;!» Αυτή η επιλογή μου και η σύγκρουση, μου δώρισε μία πρόσκληση, να αναλάβω ένα καινούριο πρότζεκτ πολύ μεγαλύτερο σε κλίμακα και ορίζοντα και πολύ πιο δραστικό.
Ανάμεσα στις διάσημες παραλίες της Copacabana και της Ipanema, που βρίσκονται οι αντίστοιχες γειτονιές του τουριστικού και «λευκού» Ρίο ντε Τζανέιρο, σκαρφαλωμένες σε έναν λόφο, βρίσκονται οι Φαβέλες του Cantagalo και του Pavão-pavãozinho. Από αυτές προέρχονται τα περισσότερα αλητάκια και διάσημα «κλεφτρόνια» που φοβούνται οι τουρίστες, και περιφέρονται στην παραλία πότε ζητώντας και πότε παίρνοντας με την βία αυτό που θέλουν, και άλλα που κάνουν φασαρία με τις φωνές και τις μουσικές τους και παίζουν στην άμμο κρουστά και capoeira. Από εκεί πολλές ανήλικες μαμάδες, κτυπούν τα τακουνάκια τους στα πεζοδρόμια της παραλίας τις νύχτες, ψαρεύοντας τουρίστες για το νυχτοκάματο. Και συχνά πυκνά ακούμε στις ειδήσεις των 8.30, ότι εκεί σκοτώθηκε ο 15χρονος άοπλος σε επιχείρηση της αστυνομίας.
Προσκλήθηκα λοιπόν από μια ΜΚΟ που τα τελευταία 23 χρόνια έχει δημιουργήσει σχολεία εκεί πάνω για τα παιδιά από τις φτωχότερες, τις χωρίς πατέρα, τις πιο βίαιες, τις χωρίς στήριξη οικογένειες, να οργανώσω ένα πρόγραμμα θεάτρου, που θα φέρει και την τέχνη πάνω στον λόφο. Δημιούργησα ένα πλάνο, βάζοντας το θέατρο στην εκπαίδευση ως υποχρεωτική δραστηριότητα σε εβδομαδιαία βάση από 4 ετών έως και 12 ετών, και κατόπιν ως δραστηριότητα επιλογής, σε δύο θεατρικές ομάδες από 13 έως 15 και 16 έως 18 ετών όπου είναι ανοιχτές και σε εφήβους εκτός της φαβέλας, «από την άσφαλτο» όπως λέμε εδώ, και έτσι με την οικειότητα της επαφής, τις φιλίες και τους έρωτες, την δημιουργία το χτυποκάρδι της πρεμιέρας, τους καυγάδες και τις αγκαλιές που χαρίζει το θέατρο, να βρίσκουν διέξοδο και λύση η οργή και οι προκαταλήψεις, και να αρχίζει έγκαιρα η μίξη των δύο κόσμων.
Στο πρόγραμμα αυτό συμμετέχουν πάνω από 400 παιδιά και έφηβοι, και για το 2016 ετοιμαζόμαστε να ανοίξουμε και επαγγελματική σχολή θεάτρου και θίασο, για παιδικό/νεανικό και ενήλικο κοινό. Ένα μεγάλο κλειστό γυμναστήριο του σχολείου, που το χρησιμοποιούσαν μόνο για σχολικές γιορτές μια στο τόσο,(όπως τόσα στην Ελλάδα), το μετατρέψαμε σε θέατρο 300 θέσεων, με εξαιρετικά μεγάλη και λειτουργική σκηνή, καμαρίνια, ηλεκτρολογείο κλπ, το πρώτο πραγματικό θέατρο μέσα σε φαβέλα στην Βραζιλία. Έχουμε παιδικές και εφηβικές παραστάσεις κάθε ΠΣΚ, από θιάσους που προσφέρονται να παρουσιάσουν εθελοντικά. Από το 2015 θα εγκαινιάσουμε ένα ετήσιο φεστιβάλ θεάτρου ομάδων, και θα στεγάσουμε και τον πυρήνα μελέτης του αρχαίου δράματος που έχω ξεκινήσει, και συμμετέχουν εξαιρετικοί ηθοποιοί, σκηνοθέτες, καθηγητές και άλλοι καλλιτέχνες.
Σε όλο αυτό το πρότζεκτ, έχω συνεργάτες ολόκληρη την ομάδα μου, τους ηθοποιούς μου που έχουν σταθεί αυτά τα χρόνια δίπλα μου, όλοι τους πρώην μαθητές μου, που συνεχίζουμε την εκπαίδευση και την εποπτεία μαζί, παράλληλα με τις παραστάσεις μας και την διδασκαλία. Και αυτό που καταφέρνουμε είναι να δημιουργήσουμε έναν πόλο κουλτούρας και συνάντησης σε ένα μέρος που βρίσκονταν ως εχθές μερικά μέτρα πίσω και πάνω από τα κεφάλια μας, αλλά τόσο μακριά από εμάς σχεδόν ενοχλητικά αόρατο. Να φτιάξουμε ένα πρότυπο και αξιοζήλευτο καλλιτεχνικό σχολείο για τα παιδιά αυτών που βρίσκονται στην φυλακή και οικογενειών διαλυμένων από ναρκωτικά και τον σεξοτουρισμό του Ρίο, που θα το ζηλεύουν τα «κανονικά» σχολεία. Μέσα σε μια τέτοια συνθήκη, κάνουμε αυτό που εγώ ονομάζω Ολιστικό Θέατρο, Το Θέατρο που δεν είναι μόνο μια καλλιτεχνική έκφραση, δεν καλλιεργεί και διασκεδάζει απλά, αλλά φανερώνεται στην τριπλή του διάσταση, δηλαδή και ως δράση που θεραπεύει βαθιές πληγές στην μονάδα και στο σύνολο, και ως ένωση που νοηματοδοτεί την καθημερινότητα , πληρώνει τα υπαρξιακά κενά της μοναξιάς, της κενότητας, του ατομισμού. Αυτό το θέατρο γίνεται με δύο προϋποθέσεις, ξεχνώντας την ναρκισσιστική επικέντρωση στην καριέρα μας, βρίσκοντας έναν σκοπό πολύ μεγαλύτερο έξω από το εγώ μας, και εργαζόμενοι σε ομάδες, με την πολυτέλεια του χρόνου απαραιτήτως, με συγκεκριμένους συνεργάτες, με δεσμούς και δέσμευση.
Αντίθετα από ότι συνηθίζουν να λένε κάποιοι αγαπητοί φίλοι καλλιτέχνες στις συνεντεύξεις τους και στις κουβέντες μέσα στον πεσιμισμό τους, η Τέχνη μπορεί να αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων. Το Θέατρο έχει αυτήν τη δύναμη, όταν δεν εξαντλείται στην παρουσίαση μιας ακόμα παράστασης ανάμεσα στις χιλιάδες, αλλά αποτελεί μέρος της παιδείας, όταν υπάρχει σταθερά και συστηματικά στη ρουτίνα της καθημερινότητας, τότε αλλάζει δραματικά την ποιότητα της ζωής των ατόμων και του άμεσου και έμμεσου περιβάλλοντος. Η αλλαγή αυτή είναι βαθιά και αντανακλάται σε επίπεδο κοινότητας, ενός σχολείου, μιας γειτονιάς και μετά μιας πόλης, και απλώνεται και επηρεάζει και ανεβάζει τελικά σημαντικά το επίπεδο της κοινωνικής συνείδησης, συνοχής και ανοχής, ολόκληρης της κοινωνικής πραγματικότητας.