Είναι πραγματικά εντυπωσιακό που μια τόσο μικρή πόλη έχει να προσφέρει τόσο μεγάλο αριθμό παραστάσεων. Και ναι έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι είναι ένα θέατρο είναι καλύτερο από μια καφετέρια ή ένα σκυλάδικο. Και ναι, σίγουρα, το θεατρόφιλο κοινό στην πόλη μας έχει αυξηθεί και οι παραστάσεις αυτές βρίσκουν μικρότερη ή μεγαλύτερη ανταπόκριση.
Σίγουρα το σθένος των καλλιτεχνών που παρά τις απίστευτες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν είναι αξιοθαύμαστο, καθώς οι περισσότερες από αυτές τις παραγωγές γίνονται με ελάχιστα μέσα και οικονομικούς πόρους και είναι αμφίβολο αν θα αποφέρουν κάποιο υλικό έστω όφελος στους δημιουργούς.
Παρά την παγερή αδιαφορία του κράτους για τη χάραξη μιας πολιτιστικής πολιτικής, οι άνθρωποι του θεάτρου επιμένουν και έχουν καταστήσει χωρίς υπερβολή την Αθήνα μια από τις πιο ενδιαφέρουσες θεατρικά πρωτεύουσες της Ευρώπης.
Πλούσιο ρεπερτόριο, έργα σύγχρονα κλασικά, πρωτοποριακά, διάφορα θεατρικά είδη, πειραματισμοί, πρωταγωνιστούν στο θεατρικό μας χάρτη. Και αυτή η τόσο μεγάλη παραγωγή δίνει τη δυνατότητα στους καλλιτέχνες αν ασκούν και να εξελίσσουν την τέχνη τους.
Όμως αυτό που πρέπει να μας ανησυχεί είναι κατά πόσο όλες αυτές οι προσπάθειες μπορούν αν έχουν μέλλον. Άραγε οι καλλιτέχνες λειτουργούν κατ’ αυτό τον τρόπο από μια πραγματικά ανάγκη έρευνας ή απλώς αναζητούν μια διέξοδο και μια ευκαιρία να «προβληθούν» και τελικά να βρουν μια δουλειά κάπου που θα τους παρέχει ένα μισθό αργότερα;
Επίσης αυτή η υπερπληθώρα των παραστάσεων μήπως δίνει την εντύπωση στον κόσμο ότι το θέατρο είναι κάτι πολύ απλό που μπορεί αν παράγεται εύκολα και σε ποσότητα; Κι αν είναι έτσι γιατί κάποιος να ασχοληθεί σοβαρά με την ανάπτυξη του και την υποστήριξή του;
Επειδή το θέατρο στην Ελλάδα είναι πραγματικά η μόνη τέχνη που γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη είναι ίσως ώρα όλοι- κοινό, καλλιτέχνες και φυσικά η πολιτεία- να αναλογιστούμε τις ευθύνες μας και να αντιμετωπίσουμε τις 1480 παραστάσεις μας ως πολιτισμό που τον έχουμε ανάγκη σε αυτή την τόσο δύσκολη συγκυρία.
A.K