Οι πρώτες φορές είναι οι πιο ισχυρές μνήμες. Δεν τις ξεχνάς ακόμη κι αν το παρελθόν κρέμεται από μια κλωστή. Σήμερα, ο Γιάννης Καλατζόπουλος περιγράφει στο Onlytheater.gr την πρώτη του ολοκληρωμένη, σκηνική εμπειρία από την επιθεώρηση «Αλήθειες και Ψευτιές», που ανέβηκε στο ΑΚΡΟΠΟΛ, το 1957, σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη.
Ειλικρινά, δε θυμάμαι καθόλου την πρώτη-πρώτη μου σκηνική εμπειρία. Σκόρπια θραύσματα αναμνήσεων από τα πρώτα μου παιδικά χρόνια, αχνοφαίνονται μέσα από ένα γκριζογάλανο πέπλο:
Η σκοτεινή κουίντα του θεάτρου Κυβέλης στο Σύνταγμα (δεν υπάρχει πια), όπου περίμενα με καρδιοχτύπι ν’ ακούσω την ατάκα «Να τοι, έρχονται» για να βγω στη σκηνή, στην πρώτη παράσταση για παιδιά που έπαιξα –μια διασκευή του αείμνηστου Γιώργου Δρόση στο μυθιστόρημα του Πιερ Ντεκουρσέλ «Οι δύο Μάγκες».
Το μεγάλο καμαρίνι της Λυρικής, όπου ανεβασμένος σε μια καρέκλα και φορώντας μόνο ένα βρακάκι περίμενα να με βάψει μαύρο από κορφής μέχρις ονύχων η μαμά μου για να κάνω ένα μικρό νεγράκι στο «Σόου Μπόουτ».
Το κουβούκλιο του υποβολέα στο προσκήνιο του θεάτρου «Αθηνών», απ’ όπου ο απίστευτος Άγγελος Συρογιάννης μου ψιθύριζε όχι μόνο τα λόγια αλλά και τις κινήσεις, την σκηνοθεσία, στο έργο «Τα παιδικά χρόνια του Διονυσίου Σολωμού», πάλι του Δρόση, όπου κλήθηκα, πενταετής και με μία μόνο πρόβα, να αντικαταστήσω τον επίσης λιλιπούτειο, αλλά έμπειρο πρωταγωνιστή Νίκο Πιλάβιο...
Η πρώτη μου πιο ολοκληρωμένη ανάμνηση είναι από την επιθεώρηση «Αλήθειες και Ψευτιές» που ανέβηκε στο ΑΚΡΟΠΟΛ, νομίζω το 1957, σε σκηνοθεσία Πέλου Κατσέλη.
Στην πρώτη πράξη δεν έβγαινα, παίζανε άλλοι…συνάδελφοι, συγκεκριμένα Ορέστης Μακρής, Γεωργία Βασιλειάδου, Βασίλης Αυλωνίτης, Ρένα Ντορ, Αλέκος Λειβαδίτης, Καίτη Μπελίντα, Ρένα Βλαχοπούλου, Γιάννης Γκιωνάκης, Νίκος Ρίζος και άλλοι. Σκηνοθέτης ήταν ο Πέλος Κατσέλης, που συνήθως δεν σκηνοθετούσε επιθεωρήσεις, αλλά έργα του Σαίξπηρ και γενικά του «σοβαρού» θεάτρου, και στις πρόβες όλοι τον σέβονταν κι έκαναν ό,τι τους έλεγε αλλά μετά την τρίτη παράσταση άρχισαν τα δικά τους για να γελάει ο κόσμος και τους άκουγα στα καμαρίνια που λέγανε:
-Καλός ο Κατσέλης, αλλά την επιθεώρηση δεν την ξέρει.
-Ούτε την ξέρει ούτε την αγαπάει, για τα λεφτά ήρθε…
-Τι να κάνει κι αυτός ο μαύρος; Από την πρόζα μπορείς να ζήσεις οικογένεια;
Εγώ έβγαινα μετά το διάλειμμα, αλλά έπρεπε να είμαι απ’την αρχή στο θέατρο για καλό και για κακό –άλλο που δεν ήθελα, μ’έντυνε η μάνα μου στο καμαρίνι της Μπελίντας, που αν και τραγουδίστρια έπαιζε κιόλας και μάλιστα έκανε τη μαμά μου στο σκετς της δεύτερης πράξης, που ήταν δραματικό και το άρχιζα εγώ ντυμένος με πιτζάμες και καθιστός στο κρεβατάκι μου με νυχτερινό φωτισμό, προσευχόμουν στον καλό Χριστούλη να γυρίσει η μανούλα μου, που κάπου έλειπε, αλλά δεν έπρεπε να μαρτυρήσουμε πού, το φυλάγαμε για έκπληξη στους θεατές και μόλις τέλειωνα την προσευχή, έφευγε αργά το «βαγόνι» με το κρεβατάκι και μ’εμένα απάνω του –η καλύτερή μου να με τσουλάνε οι μηχανικοί και ο κόσμος να με χειροκροτάει, αλλά εμένα δε μ’ένοιαζε τόσο το χειροκρότημα, η βαγονάδα με τρέλαινε!- και κατέβαιναν από ψηλά μ’ ένα σταγκόνι τα σίδερα της φυλακής που δεν ήταν, όπως συνηθίζεται, για τους λεβέντες, ήταν για την Μπελίντα η οποία έριχνε ένα δραματικό μονόλογο και στο καπάκι ένα ακόμα πιο δραματικό τραγούδι του άντρα της, του μαέστρου Γιάννη Βέλλα.
Και μετά η φυλακισμένη έπαιρνε χάρη παρόλο που, αν θυμάμαι καλά, είχε σκοτώσει τον άντρα της, αλλά οι δικαστές είπαν τελικά ότι καλά του έκανε τέτοιο ρεμάλι που ήτανε ο μπαμπάς μου και ερχόταν και με αγκάλιαζε η κυρία Μπελίντα και κλαίγαμε από χαρά και τέλειωνε η παράσταση, αλλά πριν τελειώσει κάναμε και τη λεγόμενη «αποθέωση», δηλαδή την υπόκλιση που δεν ήταν όπως στα άλλα θέατρα, αλλά πολύ πιο πανηγυρική και γκλαμουράτη γιατί στο «ΑΚΡΟΠΟΛ» υπήρχε η «πασαρέλα» -μια ράμπα-προέκταση της Σκηνής που έμπαινε μέσα στους θεατές, σαν αυτές τις πλατφόρμες που βλέπουμε καμιά φορά σε διάφορες παραλίες να κόβουν τη θάλασσα στα δυο κι εσύ αισθάνεσαι σα να περπατάς απάνω της, έτσι ένοιωθα κι εγώ στην αποθέωση, σα να περπατάω πάνω στα κύματα ενθουσιασμού του Κοινού.
Στην αρχή έβγαινα μόνος μου μετά από το μπαλέτο και πριν από τους ηθοποιούς, που έβγαιναν κατά σειρά αρχαιότητος ή ανάλογα με το πόσο μεγάλη φίρμα ήταν ο καθένας, δηλαδή πρώτα οι νεότεροι και άσημοι και τελευταία τα «ονόματα». Αλλά -κάτι θα ήξερε ο Σαρλώ που έγραψε ότι τα παιδιά και τα ζώα πάντα κλέβουν την παράσταση- μόλις έβγαινα μόνος μου, έπεφτε το θέατρο από τα παλαμάκια και τα μπράβο και μετά σιγά-σιγά κόπαζε το χειροκρότημα και ξαναδυνάμωνε μόνο στη Βασιλειάδου.
Έρχεται λοιπόν μια μέρα η κυρία Μπελίντα και μου λέει «Γιαννάκη, συνεννοήθηκα με τον επιχειρηματία και από σήμερα, άντε τυχεράκια, θα βγαίνουμε μαζί στην αποθέωση, ποιος στη χάρη σου…με τους πρωταγωνιστές θα χαιρετάς!». Και βγαίναμε μαζί χεράκι-χεράκι κι έτσι το άθροισμα των χειροκροτημάτων –του δικού μου και του δικού της- ξεπερνούσε όλα τα άλλα και οι άλλοι πρωταγωνιστές τη ζηλεύανε τη Μπελίντα, μέχρι που κάποιος τη γλωσσόφαγε φαίνεται και πάτησε την ουρά της απαστράπτουσας τουαλέτας της και σαβουριάστηκε η κακομοίρα πάνω στο φόρτε του θριάμβου της και μου λέει την άλλη μέρα «Είδες; Δε χωράμε κι οι δυο στην πασαρέλα Γιαννάκη, βγαίνε καλύτερα μόνος σου όπως πριν» αλλά την άκουσε η Βασιλειάδου, που έτσι κι αλλιώς έπαιρνε το μεγαλύτερο χειροκρότημα, και της λέει «Άσε βρε Καίτη, δεν πειράζει, θα το βγάζω εγώ το παιδί».
Και μ’έπαιρνε από το χεράκι και βγαίναμε μαζί και όταν φτάναμε στη μέση της πασαρέλας, η Βασιλειάδου μ’έσπρωχνε μπροστά κι αυτή καθότανε λίγο πιο πίσω για να πάρω το δικό μου χειροκρότημα και μετά την έπιανα εγώ και την έφερνα πιο μπροστά και το χειροκρότημα διπλασιαζόταν, γιατί ο κόσμος εκείνο τον καιρό ήξερε να επιβραβεύει όχι μόνο το ταλέντο αλλά και το ήθος. Ε όχι. Δεν ξεχνιούνται αυτά.
* Ο Γιάννης Καλατζόπουλος συμμετέχει στην παράσταση "Δον Ζουάν", που θ' ανέβει στο Βασιλικό Θέατρο, αρχές Φλεβάρη.
Χρύσα Φωτοπούλου