Ο Θωμάς Μοσχόπουλος σκηνοθετεί το «Λίλιομ» του Φέρεντς Μόλναρ στο Θέατρο Πόρτα. Ποιος είναι, ρε παιδί μου, ο Λίλιομ; Ο Λίλιομ -στα ουγγαρέζικα είναι το κρίνο, αλλά στην ουγγαρέζικη αργκό είναι ο άνθρωπος του υποκόσμου- είναι ένας γοητευτικός αλήτης, βίαιος, απρόβλεπτος, παιχνιδιάρης και ακαταμάχητα αλαζόνας. Κίττυ Παϊταζόγλου, θέλω να του πεις ότι τον αγαπώ.
Θυμάμαι στις πρόβες, για πολύ καιρό, να παλεύουμε να εκφράσουμε με λόγια τι ήταν αυτό που μας τάραζε στο έργο. Ύπουλα σχεδόν τρύπωνε στον καθένα μας, εκδηλωνόταν με άκαιρα ξεσπάσματα γέλιου, κλάματος, νοσταλγίας, θυμού, αλλά γυρνούσαμε γύρω του χωρίς να μπορούμε να το ορίσουμε.
Κι όταν τελικά εκφράστηκε, τότε το κείμενο αυτό, αν και γραμμένο το 1909, απέκτησε νόημα για μας σήμερα.
Είναι που υπάρχει ένα συνεχές “γαμώτο” σε αυτό το έργο.
“Γαμώτο” που κανείς από τους ήρωες δεν τολμά να πει αυτό που πραγματικά θέλει. Που όλοι διεκδικούν πλάγια.
“Γαμώτο” που όλοι προσπαθούν να ελέγξουν τον εαυτό τους και τους άλλους, αντί να ζητήσουν βοήθεια.
“Γαμώτο” που όλοι έχουν δίκιο. Και ταυτόχρονα όλοι άδικο.
“Γαμώτο” για τον κόσμο που ζουν, ένα Λούνα παρκ-ζωή, που συνεχώς τους καλεί να αποδείξουν πόσο δυνατοί, καπάτσοι και ατρόμητοι είναι.
“Γαμώτο” και για την μόνιμη αγωνία τους να είναι αλλιώς, να κάνουν άλλα. Καμία θητεία στη μετριότητα. Αφού δεν είναι Θεοί, προτιμούν να είναι σκουπίδια.
“Γαμώτο” που προσπαθούν να μείνουν αξιοπρεπείς, όταν όλα γύρω και μέσα τους διαλύονται.
Υπάρχει όμως πάντα μια δεύτερη ευκαιρία. Κι αυτό είναι το πιο αισιόδοξο πράγμα στο κείμενο. Και στην παράστασή μας.
Αλλά και πάλι, όσο κι αν θέλουμε, ξανά τα ίδια λάθη θα κάνουμε. Γιατί μέχρι εκεί μπορούμε. Γι' αυτό και η συγχώρεση στο τέλος του έργου δίνεται στον “αδιόρθωτο”. Kαι δεν είναι χριστιανικό. Είναι ανθρώπινο.
Χρύσα Φωτοπούλου