Χιλιάδες άνθρωποι εύχονται αυτή την ευλογημένη στιγμή που τα πάντα στήνονται στα θεμέλια της ποίησης. Συμβαίνει. Να είσαι πάντα σε θέση να την καταλάβεις. Αυτό πρέπει. Μόνο. Μην την προσπεράσεις. Σε παρακαλώ.
Ούτε να χωρίζω θέλω, ούτε να χάνω. Μα σύνελθε, είσαι στη ζωή, όχι στον ιδεαλισμό ενός αόρατου, άλλου σύμπαντος. Δε μ' έμαθε κανείς να βρίσκω τη λογική στο μαύρο του θανάτου, ούτε στους κύκλους ενός συναισθήματος, μιας ιστορίας, που ξεκίνησε με βιολιά και κατέληξε με τον απόηχο των δακρυγόνων. Τι να κάνω; Τι να κάνω; Παρασκευή, βράδυ, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Έξω, ο δρόμος για πολλά χρόνια δικός μου, σημαντικός δρόμος. Αντισθένους και Θαρύπου. Ξε-πάρκαρε και μου είπε "κάτσε να σε πάω σπίτι. Μικρό κορίτσι, μόνη θα πας;" Και πάω, εγώ η αδύναμη, εγώ η επιρρεπής, χθες, 16 Γενάρη να δω τη γενική δοκιμή των "Μεγάλων δρόμων" κι ας ξέρω από πριν ότι δεν έχω με το μέρος μου την Αγία Ψυχραιμία ή ότι αργούν οι Αλκυονίδες και τα ανοίγματα του καιρού. Κάτι μας λείπει πάλι..
Με τα πολλά όμως πήγα. Και είδα τα δύο διηγήματα της Κιτσοπούλου «Αθήνα, Εννέα Δεκεμβρίου» και «Μεγάλοι Δρόμοι» να γίνονται δράση από δύο κορίτσια και ένα αγόρι, πάνω σε ένα παταράκι με πολύ μικρό εμβδαδό. Πες ότι τα διηγήματα είχαν εικόνες και οι εικόνες αυτές βγήκαν από την ακινησία τους. Με πολλή δύναμη, πολύ ψάξιμο στο πίσω μέρος των συναισθημάτων. Και χιούμορ.
Σε ταχύτητες ασύλληπτες και με την ικανότητα αυτοί οι τρεις άνθρωποι μια περιγραφική ροή να την κάνουν πράγμα ζωντανό, κατάλαβα ότι όλοι έχουμε μερίδιο στις φλέβες του πόνου και τις αναγέννησης. Οι δρόμοι, μικροί, μεγάλοι έχουν χώρο για κάθε ιστορία. Αν χάσεις αυτόν που με λύσσα αγαπάς, είτε από χωρισμό, είτε από θάνατο, είσαι μισός άνθρωπος, κι ας ξεκίνησες ολόκληρος, τι να λέμε τώρα..
Σήμερα, είναι η πρεμιέρα. Στον Κάτω Χώρο του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Η Ειρήνη Φαναριώτη σκηνοθετεί και παίζει. Στο δεύτερο μέρος φοράει μια κόκκινη μπλούζα και είναι ξυπόλητη. Έτσι είναι οι χαμένοι άνθρωποι στο σύμπαν των δρόμων.
Μουσική παντού.
Για την Κιτσοπούλου μόνο ένα "αχ".