Ψάχνω επιφώνημα για να πω "θεέ μου, τι δύναμη, τι επιμονή", αλλά δε βρίσκω. Να γράψω - με χιούμορ- 5-6 τσιτάτα θαυμασμού, έτσι όπως τα μοιράζουν αφειδώς οι πιστές του γκρούπις, που τον ακολουθούν πάντα; Μπα..άστο, εγώ είμαι κορίτσι σοβαρό. Λοιπόν, χωρίς πολλά πολλά, ο Θοδωρής Μαυρογιώργης είναι η ωραία περίπτωση ανθρώπου, που έχει την παραπάνω δυνατότητα σε όλα. Την παραπάνω. Για να είναι ξεχωριστός και να τον θυμάσαι.
Τριών, τεσσάρων χρόνων, τραγουδούσα μαζί με τον πατέρα μου στο σπίτι, το "Πρωινή ή βραδινή σερενάτα" του Θ. Μικρούτσικου, μπερδεύοντας τα ρο και τα πι, κάνοντας τη μάνα μου να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Βέβαια, μου αναγνώριζαν πως είχε πάρα πολύ δύσκολες λέξεις για την ηλικία μου αυτό το τραγούδι, αλλά παρόλα αυτά ήθελα να το "παίξω" κουλτουριάρης από μικρός απ' ό, τι φαίνεται.
Ο σπόρος της μουσικής, που είχε σπείρει ο πατέρας μου, είχε κάνει δουλειά γιατί από πολύ μικρός άκουγα, τραγουδούσα, προσπαθούσα να παίξω, αλλά απ' ό, τι έμαθα μεγαλύτερος, με τρομακτικές έως απογοητευτικές συνέπειες. Ευτυχώς, στην οικογένεια υπήρχε ο ξάδερφος Λάμπης, (συμπολεμιστής στους Wedding Singers), που από τα 15 του, που έπιασε κιθάρα, με τσίγκλισε κι εμένα να ακολουθήσω πιο ενεργά. Κάπως έτσι, ξεκινήσαμε να παίζουμε και να τραγουδάμε παρέα, από Χατζή μέχρι Nirvana.
Στο μεσοδιάστημα, μιας και δεν ήξερα τότε (μετά συνειδητοποίησα πως δε θα το μάθω ποτέ, έτσι κι αλλιώς), αν πρέπει να ασχοληθώ με το τραγούδι, πέρασα και στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, που μετά κόπων και βασάνων πήρα πτυχίο, μετά από πάρα μα πάρα πολλά χρόνια. Έχοντας πάντοτε, άμεση σχέση με το λαϊκό και το ρεμπέτικο τραγούδι, πέρασα πολλά χρόνια σε μερικά από τα πιο όμορφα κουτούκια της Αθήνας, τραγουδώντας με φίλους, Διαμαντίδη, Κάβουρα, Βιδάλη, Παγιουμτζή.
Μετά ήρθε ο Σταυρός του Νότου κι η ευκαιρία να τραγουδήσω και μερικά στιχάκια, που πραγματικά ήθελα, μερικές μουσικές, που θεωρούσα πως με αντιπροσώπευαν περισσότερο εκείνη την περίοδο, ταυτόχρονα με μερικές συναυλίες στο πλευρό του Μίμη Πλέσσα. Γέμιζε το βιογραφικό και οι εμπειρίες ερχόντουσαν, αλλά πάντοτε θέλεις κάτι παραπάνω. Έτσι, στήθηκαν οι Wedding Singers, περισσότερο για την παρέα και τη μουσική και λιγότερο για το "επαγγελματικό" κομμάτι της φάσης.
"Μεγαλώσαμε" σιγά σιγά με την μπάντα και βρεθήκαμε στο Eject Festival, στο Ark Festival, μαζί με την Άννα Βίσση, στο REX, παίζοντας από τρύπες μέχρι αρένες σε όλη την Ελλάδα. Όλα καλά μέχρι εδώ, αλλά πάντοτε σε τρώει κάτι, βρε παιδί μου. Ήθελα κάτι προσωπικό. Ήθελα κάτι, που να με συγκινεί και να λέει την πλευρά της Αλήθειας, όπως τη νιώθω εγώ. Έτσι, ξεκίνησα να ηχογραφώ μερικά δικά μου τραγούδια, και θέλω να πιστεύω πως μέσα στο '15 θα έχει γίνει το επόμενο βήμα, να συγκεντρωθούν όλα σε ένα δισκάκι.
Παρόλα αυτά, το γεγονός πως τον Μάη του '14 έπαθα ρήξη μηνίσκου, ίσως να ήταν και καταλυτικό. Τελευταίο live στο Σταυρό του Νότου και εγώ είμαι τρεις μέρες μετά την επέμβαση στο γόνατο, με πατερίτσες, αλλά αποφασισμένος να τραγουδήσω, έστω και παίζοντας κουτσό. Είναι το βράδυ που η Ελένη Γκασούκα έρχεται να με ακούσει. Βραδιά που πέτυχε κι εκείνη, ε;! Αφήνω πατερίτσες και ανεβαίνω με το ένα πόδι και κονταροχτυπιέμαι, όπως και όσο μπορώ. Ήταν και η αγωνία που είχα να τραγουδήσω τόσες μέρες, οπότε ήθελα με τρέλα.
Κάπως έτσι ήρθαν οι "Ήρωες", που ακόμα δεν έχω συνειδητοποιήσει πόσο καλό μου έχουν κάνει και πόσο με έχουν ισορροπήσει ως άνθρωπο και ως καλλιτέχνη, αλλά είμαι σίγουρος πως χρωστάω ευγνωμοσύνη στον Πάνο Σουρούνη για την πρόταση και πολλά περισσότερα στην Ελένη Γκασούκα για την εμπιστοσύνη και το «μοίρασμα» της γνώσης.
Μέσα σε όλα αυτά, αποφάσισα να μετρήσω τις δυνάμεις της χροιάς μου κάνοντας εκπομπή στον Amagi Radio, κάθε Τρίτη 2-4, για να μπορέσω να κάνω τσεκ σε ένα ακόμα παιδικό μου όνειρο, να παίζω μουσικές και να λεω μπούρδες, σε έναν ραδιοφωνικό σταθμό, έστω και ιντερνετικό.
Το στιχάκι, νομίζω, που πάντα θα με κατατρέχει και θα με οδηγεί είναι από το «Αιρετικό» του Γ. Αγγελάκα «ποιος ζητά να χαμηλώσω τη φωνή μου κι αν του τ’ αρνηθώ, ποιος φταίει».
Χρύσα Φωτοπούλου