Είδα στον ύπνο μου ότι πήγαινα Γυμνάσιο κι είχα, σου λέει, διπλανή τη Βολιώτη, αγαπημένη των καθηγητών, που μια της παράγραφο να αντέγραφες, έπαιρνες «άριστα». Πίσω μου, κάθονταν Κωνσταντινίδου-Αλευράς. Άτακτοι και υπερκινητικοί. Από τότε κολλητοί. Ο δάσκαλος, όποτε άκουγε σούσουρο, «Κωνσταντινίδου σιωπή!» φώναζε. Ο Αλευράς παρίστανε το «φυτό», αλλά όλο μιμήσεις και ανέκδοτα ήταν.
Έκλαιγε η Βίκυ, για να μη γελάσει κι ακούσει κατσάδα...Ο Αυγουστίδης πέταγε σαΐτες στην πεντάμορφη Καρύδη, που κοιμόταν, στο θρανίο, γιατί χθες είχε πάρτυ. Κι εγώ, χάζευα το αγόρι, που διάβαζε μανιωδώς Ρεμπώ, αντί για άλγεβρα, και το έλεγαν Στάνκογλου. Δεν ήταν όνειρο. Φαντασίωση ήταν.
Comments
RSS feed for comments to this post