Ο Σπύρος Kυριαζόπουλος φέτος σκηνοθετεί ίσως το πιο αποκαλυπτικό κείμενο του Όσκαρ Ουάιλντ, το De Profundis, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Ένα κείμενο που όποιον το διάβασε πραγματικά τον στοιχείωσε...
No tears for the creatures of the night...
''Εξαιτίας του θρήνου του θα είναι απόβλητος, και οι απόβλητοι πάντα θρηνούν'', έγραψε ο Oscar Wilde στην Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ, η οποία είναι αφιερωμένη στο στρατιώτη Ιππικού της Βασιλικής φρουράς που κρεμάστηκε, κατά τη διάρκεια της φυλάκισης του συγγραφέα, για το φόνο της γυναίκας του.
''Δε φόραγε το κόκκινο παλτό του, γιατί κόκκινα είναι αίμα και κρασί.
Αίμα και κρασί είχε στα χέρια.
Όταν τον βρήκαν με τη νεκρή,
Τη δύστυχη νεκρή γυναίκα που αγαπούσε
Και είχε σκοτώσει στο κρεβάτι της".
Η κατανόηση του πόνου είναι προνόμιο των ανθρώπων που έχουν πονέσει. Χρειάζεται όμως βάθος ψυχής για να μπορέσει κανείς να κατανοήσει τον άνθρωπο που προκάλεσε τον πόνο. Και ο υπέροχος κύριος Ουάιλντ το απέδειξε όχι μόνο στην προσωπική του ζωή, όπως φαίνεται, αλλά και στο αριστούργημά του De profundis, την επιστολή που έγραψε στο νεό που εξαιτίας του φυλακίστηκε και καταστράφηκε, αλλά και στην Τέχνη, κάνοντας της ζωή του έργο τέχνης. Άλλωστε η ζωή μιμείται την τέχνη έχει πει. Έτσι κι έβαλα στο μικροσκόπιο το ''θύτη'' του. Ήθελα να μιλήσει αυτός μέσα απο τα λόγια του θύματος, να μπει στη θέση του, να βιώσει αυτά που προκάλεσε. Αρχικά σαν τιμωρία. Για να καταλάβει ''τι έκανε''.
''Αλλά ποτέ δεν είδα άνθρωπο να κοιτά, τόσο θλιμμένα το ξημέρωμα..''
Έπλασα λοιπόν ένα σκοτεινό ήρωα, έναν αντιήρωα και τον έφερα προ των ευθυνών του. Ένα δαίμονα. Αντίπαλο δέος στον Όσκαρ Ουάιλντ. Τον αντιπαθούσα και τον μισούσα. Τον αντιήρωά μου, το δημιούργημά μου. Μόνο με την Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ'κατάφερα να τον κατανοήσω και να μπορέσω σαν ηθοποιός πια να φέρω στη σκηνή αυτό το πλάσμα και να παίξω μαζί του. Είδα τότε έναν πολύ μεγαλύτερο πόνο στο θύτη, έναν πόνο χωρίς λύτρωση.
''Κι ενώ η ψυχή μου οδυρόταν, δεν ένιωθα πια τον πόνο μου...''
Αυτή είναι μια πρόκληση στην παράσταση πολύ δύσκολη και δυνατή. Να ενσαρκώνω έναν αντιπαθητικό αντιήρωα σε μονόλογο. Να προβάλω κάποιο πλάσμα που δύσκολα θα ταυτιστεί κάποιος μαζί του. Ποιος θα συγκινηθει μ' ένα πλάσμα που σκότωσε αυτό που αγαπούσε;
''Γιατί ο καθένας σκοτωνει αυτό που αγαπά
Αλλά ο καθένας δεν πεθαίνει.
Δεν πεθαίνει ντροπιασμένος
Κάποιο ζοφερό απο ατίμωση ξημέρωμα,
Δεν έχει καλυμμένο πρόσωπο,
Δεν πέφτουν τα πόδια του στο κενό...''
Όχι, ο αντιήρωάς μου είναι αθάνατος. Εκλωβισμένος στην κατάρα της αιώνιας νεότητας, σαν ένας άλλος Ντοριαν Γκρέη, πλαισιωμένος από τους πίνακες που συλλέγει, η μόνη του διασκέδαση. Μια θύμηση και επιβεβαίωση πως κάποτε οι μεγαλειώδεις πίνακες έκρυβαν την υπόσχεση μια βαθύτερης κατανόησης της ανθρώπινης καρδιάς. Γιατί γι' αυτόν πια η ανθρώπινη καρδιά δε σημαίνει τίποτα. Και ένας άνθρωπος που δεν ελπίζει σε κάποιο παράδεισο υπόγραψε για την κόλαση.
''Γιατί κανείς δεν ξέρει σε ποια κόκκινη Κόλαση
Η τυφλή ψυχή του θα βρεθεί..
Στου Οφειλέτη τον Περίβολο οι πέτρες είναι σκληρές''
Υποφέρει από έναν εφιάλτη του και αυτόν μας εξιστορεί. Στον εφιάλτη του ο ίδιος δικάζεται, φυλακίζεται και οδηγείται στη θανατική καταδίκη που τόσο επιθυμεί. Στη λύτρωσή του από την αιώνια ζωή. Μα τίποτα δε λειτουργεί. Δεν μπορεί. Έρχεται σε επαφή με τον κόσμο της επιστολής του θύματός του και καταδιώκεται από το παιδικό του παιχνίδι, έναν κλόουν, που δεν είναι άλλος από το θύμα του! Αυτό το παιχνίδι-μαριονέτα τον χειραγωγεί και τον αναγκάζει να μας πει την ιστορία του.
''Δεν υπάρχει ύπνος όταν πρέπει να κλάψουν
Άνθρωποι που ποτέ πριν δεν έκλαψαν..''
Εγώ αναγκάστηκα να τον κατανοήσω και να τον συγχωρήσω. Το έκανα πρώτα σαν καλλιτέχνης και μετά σαν άνθρωπος. Ελπίζω στο θεατή που θα το κάνει πρώτα σαν άνθρωπος. Και αν δεν το κάνει δεν πειράζει.
''..Κι εκεί, μέχρι ο Χριστός να προστάξει τους νεκρούς,
στην σιωπή αφήστε τον να κείτεται.
Δεν χρειάζεται να ξοδευτεί απερίσκεπτο δάκρυ,
Ή ανεμοδαρμένος στεναγμός.
Είχε σκοτώσει αυτό που αγαπούσε
κι έπρεπε να πεθάνει.''