Βρε τι πάθαμε! Δε φτάνει που είπαμε το ψωμί ψωμάκι,
καταντήσαμε να θεωρούμε και τη ζεστασιά, μέσα στη βαρυχειμωνιά, είδος πολυτελείας. Για ολίγους και εκλεκτούς.
΄΄Α, εγώ έχω αυτόνομη΄΄ σου λέει ο άλλος, ΄΄φούρνος το σπίτι μου΄΄. Το μάτι σου γυαλίζει. Το φονικό σου ένστικτο αναδεύεται.
Σφαγή. Τέτοια αντιπαλότητα και τόση έχθρα ανάμεσα σε ένοικους της ίδιας πολυκατοικίας δεν έσπειρε ούτε το ΔΝΤ.
Πολικό το ψύχος στο κονάκι μου. Ντύνομαι σαν να πρόκειται να σκαρφαλώσω στα Ιμαλάϊα. Εχω την ίδια άνεση και ευχέρεια κινήσεων που έχει αστροναύτης με πλήρη εξάρτυση. Άλλο να στο λέω, άλλο να το βλέπεις.
΄΄Σε μένα το λες; Που κάνω ασκήσεις για ζέσταμα στο πιάνο με τα… γάντια; Εχασα την αφή των πλήκτρων. Πατάω ντο, χτυπάει ρε. Ααααχ!΄΄ βαριαναστέναξε, με απόγνωση, η φίλη μου η Κατερίνα που ετοιμάζει πρόγραμμα εντατικά για εμφανίσεις.
Τι να πω; Στο Νευροκόπι είναι χειρότερα; Παρηγοριά πικρή. Ο διαχειριστής της πολυκατοικίας μου αποφάσισε να ζήσουμε καινούργιες εμπειρίες. Με σύγκρυο. Κάποιοι δεν του πληρώνουν, λέει, τα κοινόχρηστα. Και να σκεφτείς πως ακόμα ξεχρεώνουμε το δάνειο που πήραμε για να βάλουμε φυσικό… φτηνό αέριο.
Τώρα, έχουμε την εγκατάσταση για να τη δείχνουμε στους επισκέπτες. Απευθυνόμαστε στη δημιουργική τους έμπνευση, στη φαντασία τους, πώς το λένε; ΄΄Ε, ρε πώς θάταν αν λειτουργούσε κιόλας! Φούρνος. Απαπα, άνοιξε και κανά παράθυρο, βρε αδερφέ. Θα σκάσουμε. Να ζεσταθούμε είπαμε, όχι να βράσουμε. Με το φανελάκι απόμεινα. Τι άλλο να βγάλω ;΄΄
Περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να τουρτουρίζεις. Γιατί πώς να κλάψεις; Κρυσταλλάκια τα δάκρυα. Σταλακτίτες.
Υπερβολές, θα πεις. Όχι, ρε φίλε, δεν είμαι κρυουλιάρης και μου αρέσει ο χειμώνας, αλλά όχι κι έτσι. Αυτό δε λέγεται ζωή, δοκιμασία λέγεται για νεύρα ατσάλινα. Το βράδυ, αλλάζω πλευρό και ξυπνάω ακαριαία από το παγωμένο σεντόνι. Κινέζικο μαρτύριο. Κάθομαι μπροστά στον υπολογιστή κι αρχίζω τις ασκήσεις αυτοσυγκέντρωσης. Δεν κρυώνω, δεν κρυώνω, δεν κρυώνω. Προσπαθώ να γράφω εναλλάξ. Αριστερό δεξί. Μια φράση με το ένα, μια φράση με το άλλο.
Υπερβολές; Βρε, έχω ξυλιάσει, σου λέω. Πλάκα μου κάνεις; Για κοίτα το θερμόμετρο! Μέσα κάνει πιο παγωνιά από έξω. Με αυθυποβολή θα τη βγάλω ολόκληρο χειμώνα;
Θυμάμαι μια φορά, εικοσιπέντε χρόνια πριν, που ήταν ζόρικο το κρύο. Χιόνια και τέτοια. Παίζαμε τον ΄΄Αλχημιστή΄΄. Του Μπεν Τζόνσον, όχι του απατεώνα του Κοέλιο που έκανε τον κόσμο να πιστέψει πως άμα θες πολύ να γίνει κάτι, όλο το σύμπαν, λέει, συνωμοτεί να ικανοποιήσει την επιθυμία σου. Εμένα μου λες! Μόνο βουντού δεν έχω κάνει για να μην παγώσω ζωντανός ως άλλος Ντίσνεϋ. Αυτός, βλέπεις, το διάλεξε να γίνει κρυοπάγημα μέχρι να προοδεύσει η επιστήμη και να βρεθεί το ελιξίριο της αθανασίας. Και ο αλχημιστής με ελιξίρια ασχολούνταν. Ενας απατεώνας της συμφοράς που έταζε λαγούς με πετραχήλια στους ματαιόδοξους που χτύπαγαν την πόρτα του για πλούτο, νιάτα, ομορφιά.
Η πρώτη κριτική, ενθουσιώδης για την παράσταση, ξεκίναγε ως εξής: ΄΄Οσοι κατάφεραν να ξεχάσουν για λίγο το μαρτύριο του ψύχους, την πιο κρύα νύχτα του χειμώνα…΄΄ ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων . Νομίζω ότι τόγραφε και ο τίτλος. Οι θεατές τράβαγαν τις καρέκλες τους όσο γινόταν πιο κοντά στις σόμπες που διέθετε το θέατρο - δύο όλες κι όλες είχαμε, καταραμένη φτώχεια - και τυλίγονταν, όσο μπορούσαν, με όλα όσα φορούσαν, σαν κουκουλοφόροι σε διαδήλωση, κολλητά ο ένας στον άλλο, σφιχτά, στα όρια της παρεξήγησης, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, για να τη βγάλουν καθαρή. Υπέροχος ο χώρος και η παράσταση αλλά τι να το κάνεις; Σκληρός χειμώνας και πρωτόγονες συνθήκες.
Τις ίδιες παγωμένες μέρες είχα γύρισμα σε μια ταινία με θέμα τη ζωή του Λαπαθιώτη. Κατακαλόκαιρο, υποτίθεται. Οι πρωταγωνιστές, με λευκά λινά κοστούμια, κάναν ανέμελοι περίπατο στην εξοχή και τη λιακάδα. Και γω έφιππος αξιωματικός μουστακαλής τους λοιδωρούσα που ήταν ΄΄ξουρισμένοι΄΄. Αλλοι καιροί. Ε, λοιπόν ακόμα και κάτω από το μακιγιάζ, αχνοφαινόταν μια απόχρωση στο μπλέ του πάγου με έντονο ροζ στη μύτη και στ΄αυτιά. Ασε πια το κροτάλισμα στα δόντια που προσπαθούσαμε να συγκρατήσουμε για να μπορέσουμε να πάμε πλάνο.
Εχω γυρίσει και σκηνή, μέσα στο καταχείμωνο, με μπάνιο καλοκαιρινό στη θάλασσα, βουτιές και χαριεντίσματα ερωτικά, αλλά ήτανε μέρα ηλιόλουστη. Και σχετικά ζεστή. Μπρρρρρ!
΄΄Καλύτερα να πεινάς παρά να τουρτουρίζεις΄΄ έλεγε η μάνα μου, σκληραγωγημένη Ηπειρώτισσα, ανθεκτική στις κακουχίες. Με τα κλιματιστικά μας υπήρχε, βλέπεις, πρόβλημα. Δεν είχαμε. Μπρρρρρ! Κρυάδες λέω, το ξέρω! Για να μη βγω απ΄το κλίμα.
Κοντολογίς, πρόκειται για χουνέρι. Κατάφεραν, με τα μνημόνια, να καταδικάσουν ένα λαό σε θάνατο μαρτυρικό. Μας προπονούνε, λέει, για να μας πάρουν μέτρα. Τα τελευταία. Να μας εξολοθρεύσουν.
Πόσο να παραστήσουμε τους άνετους; Τους στωικούς; Τόλμα να τραγουδήσεις ΄΄Κοντά στο τζάκι, αγκαλιά στην πολυθρόνα…΄΄ και θα καταλάβεις πάραυτα από το βλέμμα του άλλου το εισόδημά του. Πες αλεύρι; Η εφορία σε γυρεύει. Μπρρρρρ!
Υ.Γ. Εχω γενέθλια, σήμερα. Τα τελευταία, ενδεχομένως. Λόγω ψύχους. Λίγη θέρμανση, αγάπη, σου γυρεύω κι ως την άλλη μου ζωή θα σε λατρεύω.