Ο Γιάννης Βούρος σκηνοθετεί το θεατρικό κείμενο του Άντον Τσέχωφ, «Ο Γλάρος», που θα ανέβει το Μάρτιο, στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Ένα έργο για τη διαπλοκή του έρωτα και της τέχνης. Για το πώς ο άνθρωπος, ρημάζει τον άλλον άνθρωπο, έτσι απλά χωρίς λόγο. Μία κωμωδία που γράφτηκε αύριο και καθόρισε όλο το σύγχρονο θέατρο. Από την αρχή της άνοιξης, ένας γλάρος θα πετάει πάνω από το Κ.Θ.Β.Ε.
Ο Γλάρος (Ρωσικά: Чайка) είναι θεατρικό έργο του Ρώσου συγγραφέα Αντόν Τσέχωφ. Η συγγραφή του έργου ολοκληρώθηκε το 1895. Στη σκηνή ανέβηκε για πρώτη φορά το 1896 στο Θέατρο Αλεξαντρίνσκι της Αγίας Πετρούπολης. Μια παράσταση που δεν βρήκε ανταπόκριση και χαρακτηρίστηκε ως αποτυχημένη. Αντίθετα δεύτερο ανέβασμα του έργου το 1898, από το Θέατρο Τέχνης της Μόσχας, σε σκηνοθεσία Κ. Στανισλάφσκι, στάθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένο. Από τότε "Ο Γλάρος" έχει παιχτεί αμέτρητες φορές σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ηλύσια (έτος Α΄, τ. Α΄, 1906, σελ. 83-151) και πρωτοπαρουσιάστηκε από το θίασο της Μ. Κοτοπούλη, το 1932. Θεωρείται το έργο που καθιέρωσε τον Τσέχωφ, ως θεατρικό συγγραφέα στη συνείδηση κοινού και κριτικής.
Νίνα - κόρη πλούσιου κτηματία. Μονόλογος
Γιατί λες πως φιλάς το χώμα που πατώ; Εγώ θέλω σκότωμα. (Γέρνει πάνω στο τραπέζι). Είμαι τόσο κουρασμένη! Αν μπορούσα να ξεκουραστώ. Αν μπορούσα να ησυχάσω!.. (Σηκώνει το κεφάλι της). Είμαι γλάρος… Όχι, άλλο ήθελα να πω. Είμαι ηθοποιός… Ω, μάλιστα! (Ακούει τη ΜΑΝΤΑΜ ΑΡΚΑΝΤΙΝ και τον ΤΡΙΓΚΟΡΙΝ που γελούν. Αφουγκράζεται μια στιγμή, ύστερα τρέχει στην πόρτα αριστερά και κρυφακούει από την κλειδαρότρυπα). Είναι κι αυτός εδώ!…
(Γυρνώντας πίσω στον ΤΡΕΠΛΙΕΦ). Καλά..Ας είναι…Δεν πειράζει. Δεν πίστευε στο θέατρο, πάντα γελούσε με τα όνειρά μου, ώσπου σιγά – σιγά έπαψα κι εγώ να πιστεύω, έχασα το θάρρος μου. Έπειτα οι αμφιβολίες για την αγάπη του, η ζήλια, ο φόβος κι η αγωνία για το παιδί μου. Έγινα ποταπή, ασήμαντη, έπαιζα κουτά.. Δεν ήξερα τι να κάνω τα χέρια μου, δεν ήξερα να σταθώ στη σκηνή, δεν μπορούσα να κανονίσω τη φωνή μου. Εσύ δεν μπορείς να φανταστείς τι νιώθει εκείνος που ξέρει πως παίζει ελεεινά.
Είμαι ένας γλάρος. Όχι, δεν είν’ αυτό. Θυμάσαι που σκότωσες κάποτε ένα γλάρο; Ένας άνθρωπος πέρασε κατά τύχη, τον είδε, και μη έχοντας τίποτα άλλο να κάνει τον κατάστρεψε. Ένα θέμα για μικρό διήγημα… Όχι, δεν είν’ αυτό… μ’ όλο που…
Τι έλεγα;… Α, για τη σκηνή. Ναι, τώρα πια δεν είμ’ έτσι. Τώρα είμαι μια πραγματική ηθοποιός, παίζω με πάθος, μ’ ενθουσιασμό, μεθώ πάνω στη σκηνή, νιώθω πως είμαι ωραία… Και τώρα, αφότου βρίσκομαι δω, περπατώ τριγύρω και σκέφτομαι, σκέφτομαι, και νιώθω πως η ψυχή μου γίνεται κάθε μέρα πιο δυνατή! Τώρα το ξέρω, το καταλαβαίνω, Κώστια, πως στη δουλειά μας – στο παίξιμο ή στο γράψιμο – κείνο που αξίζει δεν είναι η φήμη, δεν είναι η δόξα, μήτε εκείνα που ονειρευόμαστε, αλλά το να μάθεις πώς να κάνεις υπομονή. Να μάθεις να σηκώνεις το σταυρό σου και να ’χεις πίστη. Εγώ τώρα πιστεύω, κι αυτό με κάνει να πονώ λιγότερο. Κι όταν σκέφτομαι την τέχνη μου, την αποστολή μου, δε φοβάμαι τη ζωή..
(απόσπασμα από το έργο "ο Γλάρος" του Άντον Τσέχωφ)
Χ.