Χθες, οι κορδέλες, ο χαρτοπόλεμος, οι θαρραλέοι χοροί -Απόκριες είναι-, οι αυτοσχέδιες μεταμφιέσεις μας. Μου ζήτησε να χορέψουμε. Μ' αγαπάει. Χορεύουμε τραγούδια που αύριο θα απορρίπτουμε. Χορεύουμε στους δρόμους. Τα ίδια πρόσωπα που κάποτε ήμασταν Βασίλισσες της νύχτας και Ιππότες. Ένας ιππότης μου ζήτησε να τα φτιάξουμε, τότε. "Δεν τα φτιάχνω με φυτά και καρφιά!". Αδίστακτη Βασίλισσα. Αύριο θα είναι Καθαρή Δευτέρα και θα βρέχει. Και μεθαύριο θα 'χουμε σχολείο. Και θα γράφουμε εκθέσεις "τι ντυθήκαμε τις Απόκριες" ή "ο χαρταετός μας".
Η Καθαρή Δευτέρα ερχόταν πάντα. Κάποιος πάντα έδινε μάχες να φύγουν τα μικροσκοπικά κομμάτια του χαρτοπόλεμου από τους καναπέδες, τα χαλιά και τα παπλώματα. Η μαμά. Ο χαρταετός. Μακάρι να πετάξει ο χαρταετός. Θα βρέξει. Μέχρι να βρέξει, πάμε στη θάλασσα. Να δέσουμε κάτι ελαφρύ στην ουρά του χαρταετού; Να γράψουμε τα ονόματά μας;
Δεν έχω κοιτάξει τόσο επίμονα τον ουρανό ποτέ. Μόνο τότε. Όταν αγωνιούσα για την πτήση του χαρταετού με την ουρά και τα ονόματά μας. Αυτή η χάρτινη κατασκευή πετάει. Είναι η προέκταση του χεριών μου. Είμαι το τέρμα της ουράς του.
Όταν ξαναγυρίσει στη γη, θα πάμε σπίτι. Θα φάμε αυτά τα σαρακοστιανά που λίγο μ' αρέσουν. Αύριο, άλλη μέρα. Χθες και προχθές χορεύαμε στους δρόμους.
Καθαρή Δευτέρα. Σήμερα. Ο χαρταετός δεν υπάρχει. Θα μαζευτούμε γύρω από ένα τραπέζι χωρίς την ενδιάμεση αίσθηση ελευθερίας. Μελαγχολώ και ας μην έχω σχολείο αύριο. Και ας μην είμαι υποχρεωμένη να γράψω σε κάποιον πώς πέρασα της Απόκριες και να βαθμολογηθώ γι' αυτό.
"Να ζήσω με τις αναθυμιάσεις της επαναστατικότητάς μου. Να πάρω το μέρος των χαρταετών".
Μόνο αυτό.
(*Η τελευταία φράση είναι από κείμενο του Οδυσσέα Ιωάννου)
(*Ο τίτλος από τον "Μικρό Ναυτίλο" του Οδυσσέα Ελύτη)