Οι πρώτες φορές είναι οι πιο ισχυρές μνήμες. Δεν τις ξεχνάς ακόμη κι αν το παρελθόν κρέμεται από μια κλωστή. Σήμερα, η Λήδα Μανιατάκου περιγράφει στο Onlytheater τη στιγμή που ένα 7χρονο παιδί κάνει δικές του λέξεις του Νικηφόρου Βρεττάκου. Απλά. Πολύ απλά. Με κολλημένη την πλάτη στον πίνακα και κλειδωμένα τα γόνατα. Ακρίβεια και ειλικρίνεια.
Μόλις πέντε χρονών, Ιούνιος. Εκατοντάδες παιδάκια ντυμένα στο λευκό του Τάιντ κάθονται οκλαδόν στο προαύλιο του νηπιαγωγείου και τραγουδάνε βαριεστημένα το τραγουδάκι "ΚΟΥΚΟΥΒΑΟΥ ΚΟΥΚΟΥΒΑΟΥ" συνοδευόμενο από μια τύπου χορογραφία χειρονομιών. Την ίδια στιγμή εγώ, η μόνη όρθια, ξελαρυγγιάζομαι με πάθος, σείομαι ολόκληρη, αναρωτιέμαι και θυμώνω σχεδόν, πώς είναι δυνατόν να είμαι η μόνη που ενθουσιάζεται με αυτό που συμβαίνει (υπάρχει ντοκουμέντο).
Δυο χρόνια μετά η δασκάλα μου μού δίνει ένα χειρόγραφο χαρτάκι και μου λέει, αύριο το πρωί να έχεις μάθει απ’ έξω αυτό:
Ἵερὴ μνήμη
Ἤθελα, πρὶν μὲς στ’ ἄπειρο σιωπήσω
στὸ αἰώνιο φῶς δυὸ στίχων νὰ σὲ κλείσω.
Κι ὅταν οἱ αἰῶνες που ἔρχονται ἀλλοιοῦν
καὶ μηδενίζουν τὰ ὅσα βλέπεις μπρός σου,
φύλακες μπρὸς στὸν ἥλιο ν’ ἀγρυπνοῦν
καὶ μὲ ὑψωμένες λόγχες νὰ φρουροῦν
δυὸ στίχοι μου τὸν τάφο τὸν δικό σου.
Πανικός. Εφτά χρονών κι είχα ήδη καταλάβει ότι καλύτερα να με βάλεις να σκάβω παρά να αποστηθίζω. Αλλά αυτό που με έκανε να παγώνω από φόβο ήταν που έπρεπε να σηκωθώ να το πω μπροστά σε όλους στην τάξη κι ύστερα- ακόμα χειρότερα- μπροστά σε όλο το σχολείο. Μα ποιος ο λόγος; Και τέλος πάντων, τι ήθελε να πει ο ποιητής Βρεττάκος; Και τι δουλειά έχω εγώ μικρό κορίτσι με τους τάφους και τις λόγχες; Από το μία, το καθήκον του καλού παιδιού. Από την άλλη, ένα περίεργο συναίσθημα ότι έχω κάτι σημαντικό στα χέρια μου και πρέπει να το τιμήσω. Αλλά δεν ήξερα τι να κάνω. Το διάβασα από μέσα μου όσες φορές χωρούσε η μέρα και πάτησα τα κλάματα άλλες τόσες. Το επόμενο πρωί κόλλησα την πλάτη μου στον πίνακα, κλείδωσα τα γόνατά μου, κι εκεί πάνω, μόνη μου, άρχισαν οι λέξεις να βγαίνουν βαριές και ήρεμες από μέσα μου. Ύστερα έγινε μια ησυχία. Κάθισα πίσω στη θέση μου. Δεν ξέρω αν είχα καταλάβει έστω και μια λέξη απ’ όσα είχα πει. Αισθάνθηκα όμως ότι οι γύρω μου είχαν. Αλλά δε με ένοιαζε πια γιατί τις λέξεις αυτές τις είχα αγαπήσει, ήταν πια και δικές μου.
Ακόμα και τώρα έχω την ανασφάλεια ότι το νόημα των στίχων αυτών εξακολουθεί να μου ξεφεύγει. Πάντως έχω ακόμα το χαρτάκι. Μου θυμίζει να αγαπώ αυτό που φοβάμαι. Ε, και κάπως έτσι, μεταξύ ενθουσιασμού, τρόμου, απορίας, ιερότητας, μνήμης και αγάπης σφίγγω τα γόνατά μου και κάνω θέατρο.
Χρύσα Φωτοπούλου