O Δημήτρης Πασσάς κατάλαβε ποιο ήταν το τίμημα που έπρεπε να πληρώσει για να κάνει αυτό που αγαπάει από την πρώτη φορά που ανέβηκε στη σκηνή κάποια 25η Μαρτίου, όπου όλα πήγαν στραβά. Ένιωσε όμως και πως εκεί πανω κάτι πολύ όμορφο συνέβαινε...
Στην Γ' Δημοτικού, στο Δ' Δημοτικό Σχολείο Άργους, έπαιξα πρώτη φορά, ή ό,τι ήταν αυτή η απίθανη συνθήκη ενός πατριωτικού μονόπρακτου για την 25η Μαρτίου. Η δασκάλα μου είχε χιούμορ, οπότε ως Πασσάς, έπαιζα τον πασά. Είχαμε και κάτι παλιά κοστούμια, φουστανέλες οι άλλοι, φέσι και βράκα εγώ. Ε, πάνω στο μεγάλο μου μονόλογο, η φαρδιά βράκα αρχίζει να κατεβαίνει... και μένω με τα σώβρακα. Να ανοίξει η γη να με καταπιεί, μέτραγα τις μέρες να έρθουν οι διακοπές του Πάσχα, να ξεχαστεί το φιάσκο.
Χώρια από αυτό, όμως, "κάτι συνέβη και ένιωσα κάτι όμορφο εκεί, πάνω στη σκηνή”, όπως διάβασα και στο σημείωμα της κυρίας Πιττακή, για τη δική της πρώτη.
Πρώτη φορά στο σανίδι, τώρα, τελειώνοντας τη σχολή, με πήρε ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος στον Μπόρκμαν του, και – πιο άπειρος κι από τώρα – βρέθηκα στο ίδιο καμαρίνι με το Γιώργο Μοσχίδη. Θυμάμαι να τους κοιτάω από την κουίντα με μισάνοιχτο, στεγνωμένο στόμα.
Το τίμημα που πληρώνει ένας καλλιτέχνης για να κάνει αυτό που θέλει είναι ότι πρέπει να το κάνει, γράφει ο Burroughs.