Φαίνεται πως τα τελευταία χρόνια η ελληνική καλλιτεχνική παραγωγή απασχολείται ιδιαίτερα με το θεσμό της οικογένειας και με τις παθογένειες που μπορεί να παρουσιάσει αυτού του είδους η κοινωνική οργάνωση. Έτσι μετά τον «Κυνόδοντα» του Λάνθιμου και τη «Miss Violence» του Αβρανά, παίρνει τη σκυτάλη το θέατρο με τον «Φαέθοντα» του Δημήτρη Δημητριάδη.
Το έργο ακουμπά στο μύθο του Φαέθoντα, γιου του ήλιου, που στην προσπάθεια του να οδηγήσει το άρμα του πάτερα του δεν κατάφερε να ελέγξει την πορεία του, απειλώντας τη γη με καταστροφή. Ο Δίας αναγκάστηκε να τον γκρεμίσει από το άρμα ρίχνοντας τον στον Ηριδανό ποταμό προκειμένου να σώσει τον κόσμο. Ωστόσο, έχει αναφορές και από τη χαμένη τραγωδία του Ευριπίδη «Φαέθων» από την οποία έχουν σωθεί μόλις λίγοι στίχοι.
Ο Δημητριάδης μας μεταφέρει στο διαμέρισμα μιας δυσλειτουργικής οικογένειας στο Λονδίνο. Ο πατέρας-αφέντης , ακραία βίαιος, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά, καλυπτόμενος πίσω από χριστιανικά παραληρήματα, απαξιώνει τη σύντροφο του και ευνουχίζει τα παιδιά του. Η μητέρα της οικογένειας είναι απόλυτα ανίκανη να αντισταθεί σε αυτή τη βία, ενώ παράλληλα δυσκολεύει την ενηλικίωση του 30χρονου γιου κρατώντας τον μέχρι αυτήν την ηλικία να κοιμάται στο παιδικό του καροτσάκι. Το ίδιο καρότσι που μετά την επανάσταση του γιου και τη δολοφονία του πατέρα θα αναληφθεί στους ουρανούς, σαν ένα σουρεαλιστικό άρμα του ήλιου, όπως το βλέπουμε μέσα από τις αφηγήσεις των δυο αδελφών στην αρχή και στο τέλος της παράστασης.
Η σκηνοθετική γραμμή του Καρατζά ήταν υποδειγματική. Ώριμος πριν φτάσει τα 30, αντιλαμβάνεται και αποδίδει με τρομερή ακρίβεια τις λεπτές ισορροπίες που επικρατούν σε αυτή την οικογένεια. Παίζει δεξιοτεχνικά από τη μια με τις τρομερές εκρήξεις του πατέρα και από την άλλη με την επικίνδυνη ηρεμία του σπιτιού, όταν αυτός είναι απών.
Μεγιστοποιεί και τον ελάχιστο οικιακό θόρυβο, κρατώντας μας σε επιφυλακή για τον κίνδυνο που παραμονεύει ακόμα και όταν οι γυναίκες περπατούν η στρώνουν το τραπέζι. Εννοείται ότι οι σκηνές βίας συμβαίνουν έξω από τον θεατρικό χώρο τιμώντας τις αναφορές που έχει ο Δημητριάδης από την τραγωδία. Έχοντας, δε, μαζέψει ένα εξαιρετικό υλικό από ηθοποιούς καταφέρνει να τους βγάλει τον καλύτερο τους εαυτό.
Ο Περικλής Μουστάκης στο ρόλο του πατέρα ξετυλίγει μια υποκριτική φόρμα που την φτάνει σε τέτοιο βαθμό τελειότητας, που πραγματικά πιστεύω ότι η δουλειά που έχει κάνει και ο κώδικας που παραδίδει θα έπρεπε να διδάσκεται σε Δραματικές Σχολές. Η Ανέζα Παπαδοπούλου γκροτέσκα και τραγική παράλληλα. Οι δυο αδελφές (Εύη Σαουλίδου και Σταυρούλα Σιάμου) δέχονται τη μοίρα χωρίς εξάρσεις μια και αυτές είναι προορισμένες να επιβιώσουν. Τέλος, ο Άρης Μπαλής σκιαγραφεί με σαφήνεια την πορεία του ήρωα προς την ενηλικίωση και τη λύτρωση.
Η Ελένη Μανωλοπούλου στα σκηνικά και η Ιωάννα Τσάμη στα κοστούμια και ο Αλέκος Αναστασίου στα φώτα είναι εξαιρετικοί και ολοκληρώνουν το άρτιο αποτέλεσμα.
Πηγαίνοντας στο θέατρο της οδού Κυκλάδων δεν μπορείς παρά να νιώσεις μια μελαγχολία για τον πρόσφατο ακόμα χαμό του Λευτέρη Βογιατζή. Βλέποντας όμως παραστάσεις, όπως αυτή, φεύγεις με τη σιγουριά ότι το θέατρό του συνεχίζει την παράδοση του.