Ο Γιώργος Ιωάννου έχει γράψει μερικά από τα πιο αγαπημένα μου κείμενα και ποιήματα. Την πρώτη "διάκρισή" μου την πήρα, στα πρώτα διαγωνίσματα της Β' Λυκείου, όταν με αφορμή το "Γάλα", η φιλόλογος με βαθμολόγησε με 20 στρογγυλό. Πριν κάποια χρόνια, ένας στίχος του με βοήθησε και έφερα τα πάνω κάτω. Τυχερή και ευγνώμων. Στη Βόρεια Ελλάδα, στα σχολεία, αυτόν τον καιρό, παρουσιάζεται το "Οδοιπορώντας". Θα' θελα πολύ να μιλήσω με όλα αυτά τα παιδιά που θα παρακολουθήσουν αυτόν τον θεατρικό μονόλογο. Οι "εκλεκτικές μου περιέργειες".
Ένα αφιέρωμα στο μεγάλο Θεσσαλονικιό συγγραφέα, στον μοναχικό οδοιπόρο της Ελληνικής Γραμματείας Γιώργο Ιωάννου, το οποίο θα παρουσιαστεί με τη μορφή θεατρικού μονολόγου στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, σε σύλληψη - σκηνοθεσία του Νίκου Βουδούρη και απευθύνεται αποκλειστικά σε σχολεία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης.
Συγγραφέας: Ιωάννου, Γιώργος
Σύλληψη: Βουδούρης, Νίκος
Σκηνοθεσία: Βουδούρης, Νίκος
Ηχογράφηση: Παπαγεωργίου, Αργύρης
Οργάνωση παραγωγής: Ανδρώνη, Αθανασία
Video Art: Πειραλής, Γιάννης
Ηθοποιοί
Σπυρόπουλος, Βασίλης
Διάρκεια: 45 λεπτά
Θεσσαλονίκη, Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο (05/03/2015 - 30/04/2015)
Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα προσφέρεται στα σχολεία Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δωρεάν.
*****
Μια βραδιά καρναβαλιού
από τον ποιητή Γιάννη Κοντό
Στον Γιάννη Τσαρούχη
Οι απόκριες άρεσαν πολύ στον Γιώργο Ιωάννου. Και από την άποψη του ξέφρενου γλεντιού (που πάντα φανταζότανε) και από την άποψη της λαογραφίας, που μελετούσε και ερευνούσε. Eτσι λοιπόν μια χειμωνιάτικη βραδιά του Φλεβάρη (η διήγησή μου θα έχει τη μορφή παραμυθιού, γιατί πέρασαν χρόνια και γιατί μερικά πρόσωπα που δεν υπάρχουν πια είναι παραμυθένια), ήρθαν οι αποκριές.
Η Αθήνα πάντα ωραία το χειμώνα, με αεράκι παγωμένο να κόβει μύτες και αφτιά. Μια νύχτα κρυστάλλινη με ψιλόβροχο, σ' ένα σπίτι στο Κολωνάκι έγινε σύναξη μεταμφιεσμένων. Μόνο που σε αυτές τις θεατρικές παραλλαγές, σκηνοθέτης και ενδυματολόγος ήτανε ο Γιάννης Τσαρούχης.
Eδινε εντολές, οδηγίες και περιγραφές. Eτσι λοιπόν ο Γιώργος Μανιώτης έγινε για ένα βράδυ ο Μπαλζάκ, με ένα πολύ μυτερό κοτιγιόν, που ομοιοκαταληκτούσε με το βάρος του! Η Σαπφώ Νοταρά, κυρία με τις καμέλιες, με λευκά, με τούλια, με καπελάκι εποχής και τα απαραίτητα τσιγάρα Sante στο χέρι, να φουμάρει συνέχεια και σε τακτά διαστήματα να εκδηλώνει έναν επίμονο τσιγαρόβηχα. Ο Ιωάννου να μου λέει στο αφτί: «Τι τσιγάρα, Θεέ μου, τι τσιγάρα!». Η δε βραχνή και χαρακτηριστική φωνή της να δίνει και να παίρνει. Ο Αλέξης Σαβάκης, ναύτης νοσταλγικός. Η πάντα ωραία Αλίκη Γεωργούλη νοσοκόμα, με έναν πλαστικό πισινό, που όλο σήκωνε τη λευκή στολή για να φαίνεται και να προκαλεί ένα κύμα γέλιου όταν τον φανέρωνε με νάζι και σκέρτσο.
Ο Γιώργος Ιωάννου από την προηγουμένη μάζευε ρούχα, παπούτσια, κάλτσες, περούκα, κραγιόν, πούδρες, χτενάκια, σκουλαρίκια και μολύβια για ψεύτικες ελιές. Του είχε πει, ο ζωγράφος: «Εσύ θα ντυθείς Πολίτισσα και θα τους φάμε όλους», με εκείνη τη φωνή τη χαμηλή και τόσο μουσική που όλοι αγαπούσαμε και περιμέναμε να μας απευθύνει το λόγο. Ο Γιώργος μού τηλεφωνούσε συνέχεια λέγοντας: «Δεν μπαίνουν οι κάλτσες, τα παπούτσια με χτυπάνε, κάνω δοκιμές με το κραγιόν και δεν τα καταφέρνω, δύο ή τρεις ελιές να κάνω;». Υπήρχε μια αγωνία και μια αθωότητα, σε όλη αυτή την προετοιμασία. Απ' ό,τι μου εξομολογήθηκε αργότερα, παιδευότανε δύο με τρεις μέρες να τα φέρει βόλτα, να σκηνοθετήσει πάνω του τα ρούχα. Ξέχασα να σας πω ότι ο Τσαρούχης μεταμορφώθηκε σε μια μαγική Μήδεια, έτοιμη για όλα με το μαχαίρι στο χέρι και φωνή σαν να βγαίνει από υποβολείο. Μου διηγείτο ο Γιώργος ότι κατευθυνόμενος στο σπίτι της συνάντησης αντάμωσε στο δρόμο μεταμφιεσμένο και τον ζωγράφο Γιάννη Μιγάδη. Μου έλεγε δε: «Τι κέφι, βρε παιδί μου, αυτός ο Μιγάδης! Μάλιστα χορέψαμε λίγο και στο δρόμο». Τέλος, ο Βασίλης Στεριάδης κι εγώ, ντυθήκαμε Τομ Σόγιερ σε σημείο να πει ο Τσαρούχης αδιάφορα: «Τι κοινοτοπία, τι επανάληψη, η επιλογή σας». Eγινε το πάρτι, γλεντήσαμε, χορέψαμε, τα είπαμε. Στον χορό, φυσικά, πρωτοστατούσε ο Ιωάννου και η φωνή της Σαπφούς τα σκέπαζε όλα με μια αχλή και ένα τράνταγμα!
Τελείωσαν όλα, φύγαμε λίγο ζαλισμένοι. Με τα πόδια φτάσαμε στην πλατεία Κολωνακίου, ο γράφων και ο Γιώργος (Ιωάννου). Σταθήκαμε και μιλούσαμε και οι χαλκάδες στα αφτιά του Γιώργου φώτιζαν τη χειμωνιάτικη νύχτα. Περνάει ένα μηχανάκι και οι εποχούμενοι μας φώναξαν κάτι κοροϊδευτικό, ο Γιώργος μου λέει: «Μη δίνεις σημασία, είναι πράκτορες του...» (και ανέφερε ένα όνομα συγγραφέα που δεν τα είχαμε καλά τότε). Oπως εξομολογητικά, στο όρθιο, τα λέγαμε, του μίλησα για έναν σφοδρό έρωτά μου και μάλιστα δάκρυσα. Τότε έσκυψε και με φίλησε, λέγοντάς μου: «Μη στεναχωριέσαι, καλό μου, τα έχει η ζωή αυτά».
Χωρίσαμε με φιλιά σταυρωτά και την υπόσχεση να βρεθούμε σύντομα. Εκείνος κατηφόρισε προς τα Εξάρχεια κι εγώ πήρα ταξί για το Κουκάκι που έμενα τότε. Eφτασα σπίτι και κοιτώντας στον καθρέφτη της τουαλέτας το πρόσωπό μου, είδα τα αποτυπώματα με το κραγιόν του Γιώργου. Για μια στιγμή φάντασα σαν κλόουν και με πήραν πάλι τα κλάματα. Yστερα έκλεισα το φως και κοιμήθηκα. Υ.Γ. Ποτέ δεν πήγα σε αυτό το πάρτι μεταμφιεσμένων, ξέρω τα καθέκαστα από διηγήσεις του Γιώργου (Ιωάννου) και του Γιώργου (Μανιώτη).
Δεκέμβρης 2004. (Από την Καθημερινή).
Χ.