Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος από την πρώτη φορά που ανέβηκε στη σκηνή πήρε ένα μεγάλο μάθημα που ποτέ δεν ξέχασε: ότι η επιτυχία και η αποτυχία είναι πολύ κοντά, όταν δεν αφοσιώνεσαι με όλη σου την ψυχή σε αυτό που κάνεις. Κι αυτό το μάθημα φαίνεται ότι ακολουθεί μέχρι και σήμερα.
Η πρώτη στιγμή που ανέβηκα σε σανίδι δεν ήταν θεατρικό, αλλά οικοδομικό... Στην αυλή του σχολείου μου στον Βύρωνα, όπου κάναμε ένα μαθητικό θεατρικό διήμερο. Ήμουν δεκαπέντε χρόνων κι έκανα ένα σκετς από ένα κείμενο του Ψαθά -δε θυμάμαι τον τίτλο- αλλά ήμασταν μια παρέα τρελών. Ήταν η πρώτη φορά που αναμετρήθηκα με το φόβο του να είσαι μπροστά σε θεατές. Δεν ένιωσα τρόμο, ένιωθα άγχος και τρακ πριν βγω στη σκηνή – ακόμα και σήμερα το ίδιο νιώθω, είναι αυτά τα δέκα λεπτά προτού ξεκινήσει η παράσταση. Μετά μπαίνεις σε μια αίσθηση χορού που ξέρεις τα βήματα και χορεύεις… Ακόμα κι αν χορεύεις άτσαλα προσπαθείς να φέρεις τα βήματά σου στον ίσιο δρόμο….
Εκεί λοιπόν με είδαν από το Δήμο και με πήραν σε μια θεατρική ομάδα του Δήμου Βύρωνα. Παίξαμε σε έναν ερασιτεχνικό μαθητικό διαγωνισμό το έργο «Η παράσταση συνεχίζεται» των Ρικ και Άμποτ και κερδίσαμε το πρώτο βραβείο. Την επόμενη χρονιά ξαναπήγαμε στον ίδιο διαγωνισμό, ως φαβορί, αλλά το είχαμε δει λίγο αλαζονικά και είχαμε αφοσιωθεί μόνο στο να φτιάξουμε ωραία σκηνικά. Ζήσαμε την απόλυτη αποτυχία μετά από τον απόλυτο θρίαμβο της προηγούμενης χρονιάς. Είχαμε φτάσει την παράσταση τέσσερις ώρες και ο κόσμος έφευγε! Στο τέλος όλοι κλαίγαμε, θέλαμε να φύγουμε για διακοπές, να τα παρατήσουμε. Αυτό με έκανε να καταλάβω ότι αν το δεις απερίσκεπτα το θέατρο και δεν ασχοληθείς σοβαρά και με όλο σου το είναι μπορείς να φτάσεις πολύ γρήγορα από την επιτυχία στην αποτυχία.