Δεν υπάρχει τίποτα πιο "έξω από τη ζωή" από τα μαύρα αυτοκίνητα των νεκροταφείων, τα λουλούδια, τα κεριά, τις μαύρες ομπρέλες ή τα μαύρα γυαλιά, ανάμεσα στα τόσα λευκά μάρμαρα. Τα κεριά. Η ακαταλαβίστικη ψαλμωδία, που δεν συγκρατείς ή δε θες να συγκρατήσεις. Μόνο τα "Τὸν κεκοιμημένον" ή "Τήν κεκοιμημένην" σκορπίζονται σαν λέξεις-καρφιά.
Ψήνονται καφέδες. Σακουλάκια με σταυρούς έχουν μέσα κέικ. Δεν έχω φάει ποτέ. Μια γυναίκα ζητάει 50 λεπτά για να πάρει μακαρόνια, λέει. Έξω από το Α' Νεκροταφείο. Είχε ήλιο και τα μάρμαρα τον πολλαπλασίαζαν. Σκληρό φως στο κέντρο της Αθήνας. Αν ξεφύγεις από την Αναπαύσεως με τα μαρμαράδικα και τις γελαστές φωτογραφίες - κονκάρδες σε μνήματα, υπάρχει μια κανονική, ρέουσα καθημερινότητα.
Η αντίληψη του θανάτου είναι γι' αυτούς που δε θα εξηγήσουν ποτέ τον τρόπο στους άλλους. Τον τρόπο της ένταξής του στη συνέχεια των ανθρώπινων στιγμών.
Σήμερα, το πρωί. Σήμερα, Σάββατο 14 Μάρτη, στο Α' Νεκροταφείο κηδεύτηκε ο Διαγόρας Χρονόπουλος. Δεν πηγαίνω σε κηδείες. Αλλά η Αλεξάνδρα, η κολλητή μου φίλη, επέμενε. Υπήρξε μαθήτριά του στο "Τέχνης"..
Ήταν όλοι εκεί. Όταν ξεκίνησαν οι πρώτοι επικήδειοι λόγοι, φύγαμε. Ο άνθρωπος πέθανε. Τίποτε άλλο από κει και πέρα.
Έμεινε στον νου μου η εικόνα της Λίνας Νικολακοπούλου, που καθόταν μόνη, μακριά απ' τον κόσμο. Σε ένα πεζούλι, κρατώντας κάτι λευκά λουλούδια. Ο τρόπος που καρτούσε τα λουλούδια. Ο τρόπος της.
Όταν στρίψαμε στην Μουσούρου, στο παραδοσιακό μπακάλικο, τοποθετούσαν καφάσια με βιολογικές φράουλες.
Η ζωή συνεχίζεται. Γι' αυτό τον τρέμουμε τον θάνατο.
Καλό δρόμο, Διαγόρα Χρονόπουλε
Χ. Φ.