Αυτή η φωτογραφία μου ξύπνησε μνήμες στο τζάκι της ψυχής μου, που νόμιζα ότι είχαν σβήσει! Όμως αυτές σιγόκαιγαν και φαίνεται ότι τις κουβαλoύσα και θα τις κουβαλώ στο υπόλοιπο του βίου μου, που στις μέρες μας έχει γίνει αβίωτος.
Ήμουν μαθητής της Δραματικής Σχολής, με σημαντικούς δασκάλους, όπως την Ελένη Χατζηαργύρη, τον Ντίνο Ηλιόπουλο, τον Μίμη Φωτόπουλο, τον Βάσο Βαρίκα, τον Μιχάλη Μπούχλη, τον Γιώργο Γιαννίση, τον Γιώργο Θεοδοσιάδη και πολλούς άλλους. Όλοι αυτοί με έμαθαν να αισθάνομαι με το μυαλό και να σκέπτομαι με τις αισθήσεις. Μάλιστα με μερικούς είχα την ευλογημένη τύχη να βρεθώ μαζί τους στο σανίδι της σκηνής, μετά από χρόνια.
Στο σανίδι, που ευτυχώς δεν ήταν βρεγμένο, (!) όπως με τον Ντίνο Ηλιόπουλο, ο οποίος πιστεύω ότι αν είχε γεννηθεί στην Αγγλία, για παράδειγμα, θα ήταν παγκόσμια γνωστός ή με τον άνθρωπο, ηθοποιό, συγγραφέα και ποιητή, τον Μίμη Φωτόπουλο, που βρέθηκε στην El Taba από τους συμμάχους μας Εγγλέζους, γιατί έκανε το "λάθος" να αντισταθεί στους Ούνους, που ανέβασαν την σβάστικα στην πρωτεύουσα της Ευρώπης, την Αθήνα μας και έφεραν στην απόλυτη εξαθλίωση τους απογόνους του Ηράκλειτου, του Αναξαγόρα, του Περικλή, του Λεωνίδα και τόσων άλλων. Αχ, γιατί τόσος φθόνος Θεέ μου;
Αλλά ξέφυγα από το θέμα μας που είναι η πρώτη μου εμφάνιση στο μαγικό χώρο του θεάτρου. Του Θεάτρου που γεννήθηκε κάτω απ’ αυτό τον ουρανο, σ’αυτόν τον τόπο και που δάνεισε τη λέξη σ’ ολη την πολιτισμένη (;) Ευρώπη. Theater-Teatro etc etc. Ορίστε, "κύριοι" μάς χρωστάτε, δεν σας χρωστάμε. Δώστε μας πίσω τις λέξεις μας να δω μετά πώς θα συνεννοείστε. Δώστε μας πίσω τα μάρμαρά μας, που γι' αυτά πολεμήσαμε. Τους νεκρούς μας δεν μπορείτε να μας τους δώσετε, αυτούς τους κουβαλάμε στην ψυχή της ψυχής μας, ai sihtir pigs! Να ξέφυγα πάλι από το θέμα μας.
Συγγνώμη, να κάνω μια παύση να σκουπίσω τα δάκρυά μου και να συνεχίσω, γιατι βλέπω θολά τη φωτογραφία. Εντάξει τώρα. Εγώ, λοιπόν, είμαι στη φωτογραφία που πίστευα τότε πως θα γινόμουν άλλος. Ας τα πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Εκείνες τις μέρες, άνοιξη του 1962 ήτανε θαρρώ, έμαθα ότι γινόταν audition (έτσι λέγεται η λέξη; Sorry but I don't speak English ), άσε που νομίζω ότι είναι γαλλική η λέξη, μήτε γαλλικά γνωρίζω βέβαια, είμαι όμως πολύ καλός στην προφορά ειδικά στη λέξη je t' aime, io te amo και τα συναφή. Στο θέμα μας όμως.
Πηγαίνω λοιπόν στο θέατρο Κεντρικόν και τι να δω! Δεκάδες νέα παιδιά περιμεναν την σειρά τους για τις εξετάσεις. Τρόμαξα! Όταν μάλιστα έμαθα ποιοι ήταν επιτροπή εκεί είπα άσε "το συμβόλαιο το σκίζω και στα Εξάρχεια γυρίζω" χαχαχαχα. Γελάστε ρε, τι σας ζητάνε!
Ακούστε ή μάλλον διαβάστε ποιοι ήταν στην επιτροπή, Δημήτρης Χορν, Αλέξης Σολομός, Μανώλης Καστρινός, Μάνος Χατζιδάκις κ.α. Τελικά, μπήκα στην αίθουσα και παρακολουθούσα τα παιδιά που όλα τραγουδούσαν Χατζιδάκι. Κάποια στιγμή, ανέβηκα κι εγώ τρεμάμενος στη σκηνή και όταν με ρώτησε ο Μάνος τι θα μας τραγουδήσεις; του είπα θα σας τραγουδήσω Θεοδωράκη, το "Μάνα μου και παναγιά". Τον είδα που χαμογέλασε. Καλός οιωνός, σκέφτηκα μέσα μου.
Να μην πολυλογώ, το είπα όσο πιο φάλτσα μπορούσα και για τον Καστρινό χορεψα solo με αόρατη ντάμα το "Rock around the clock". Πέρασα παμψηφεί. Τους απήγγειλα κι έναν Ρίτσο κι αυτό ήταν. Βρέθηκα, αρχές καλοκαιριού, στη σκηνή του Μετροπόλιταν, στην εμβληματική αυτή παράσταση-επιθεώρηση, την "Οδό Ονείρων", που άλλαξε τον τρόπο που ανεβαζόταν μέχρι τότε η επιθεώρηση και που συνέχισαν, μετά από χρόνια, οι ταλαντούχοι συνάδελφοι του Ελεύθερου Θεάτρου. Φασουλής, Παναγιωτοπούλου κ.α.
Η πρώτη βραδιά, πριν ανοίξη η αυλαία, (την γράφω με ήτα την λέξη γιατι ήταν άνοιξη για μένα εκείνο το βάπτισμα των μαγικών ονείρων). Άγγιξα την άκρη του χιτώνα όλων αυτών των μεγάλων καλλιτεχνών. Εκείνο το βράδυ, λοιπόν, είχα έναν φοβερό στομαχόπονο, πριν μπω στο ιερό σανίδι της σκηνής, ο οποιος εξαφανίστηκε, ως δια μαγείας, μόλις άνοιξε η αυλαία και επανήλθε μόλις τέλειωσε η παράσταση. Το ίδιο μου συμβαινει και τώρα. Μπορεί να έχω 42 πυρετό στο καμαρίνι και μόλις μπω στη σκηνή, ο πυρετός κατεβαίνει στο 36 και 6.
Δεν θέλω να συνεχίσω. Αφήστε με λίγο μόνο να κλάψω από χαρά. Στην παράσταση αυτή γνώρισα και την νονά της εγγονής της μάνας μου, της Επονίτισσας, κυρίας Σμάραγδας. Μάνα, θυμάσαι τα συσίτια που με πήγαινες τότε μωρό; Ξανάρχισαν πάλι, μάνα. Θα τα ξεπερασουμε όμως, βλέπω να χαράζει η αυγή.
Το πιστεύω. Μη λυπάσαι, μάνα.