Δεν περίμενα η αρχή της άνοιξης να γίνει με τόσα ντεσιμπέλ κρύου και μελαγχολίας (υποκειμενικότητα), σε μια πόλη που αγωνιά για λίγα βήματα προς τον ορίζοντα.
Αγίας Άνοιξης. Αγίας Ποίησης. Ανήμερα.
Ένα αγόρι μου ηχογραφεί τα αγαπημένα του ποιήματα και μου τα στέλνει. Ούτε ένα δεν είναι κοινό μας αγαπημένο, αλλά δε με πειράζει. Η κίνηση μετράει.
Απ ' τα φύλλα της λεμονιάς (πόσο καιρό έχω να την ποτίσω; Ύβρις), που στέκεται ευθυτενής στο μπαλκόνι μου, κρέμεται η λέξη "επιμονή". Θα μου τη δανείσεις για σήμερα;
Ή αν θες και την τόλμη σου. Δάνεισέ τη μου κι αυτή. Η τόλμη, λέει ο Γ.Π. είναι έκλυση ενέργειας.
Κοιτάζω τη βιβλιοθήκη και τους δίσκους μας. Όλοι οι αγαπημένοι μου, στοιβαγμένοι. Και ποιητές ταυτόχρονα.
Στην τύχη "παίρνω αγκαλιά τον Αναγνωστάκη".
Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει
τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή
που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη·
είναι κάτι κι αυτό δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις.
Καπνίσαμε -θυμήσου- ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ
-Ξεχνώ πάνω σε τι- κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.
Η Κίρκη μου εύχεται "Καλό καλοκαίρι", στο ίνμποξ.
Πρέπει να βγω έξω. Να καταλάβω αυτόν τον διαβόητο ερχομό.
Χ. Φ.
21/3/2015