Την Αλίκη Αλεξανδράκη τη γνώρισα, πριν 20 χρόνια. Ήμουν ακριβώς 10 χρόνων, όταν ήρθε στο σπίτι μας με αφορμή κάποια παράσταση, που θα σκηνοθετούσε με ερασιτέχνες. Έψαχνε έναν ψηλό με χιούμορ και κάτι φίλοι της πρότειναν τον μπαμπά μου. Όλα αυτά στην Καλαμάτα, όπου η Αλίκη εκείνο τον καιρό είχε μετακομίσει με σκοπό να ασχοληθεί με τις πολιτιστικές δράσεις της πόλης.
Ο μπαμπάς μου δέχτηκε, ακολούθησε συζήτηση μέχρι τα ξημερώματα. Εγώ ξύπνια. Το μωρό, στην κούνια, ξύπνιο. Η Αλίκη τραγουδούσε, ο Τ. έπαιζε στο πιάνο ό,τι του ζητούσε. Όταν έβγαινε στο μπαλκόνι για τσιγάρο πήγαινα κι εγώ από κοντά μπας και την πείσω να μου κάνει λάιβ τη φωνή της κ. Όλσεν (από το Μικρό σπίτι στο λιβάδι). Κόλλημα εγώ με τις μεταγλωττίσεις, την είχα σκάσει τη γυναίκα. "Μα καλά πότε κοιμούνται αυτά τα παιδιά; Βάλτε τους μια φωνή να πάνε γρήγορα στα κρεβάτια τους να πούμε κι εμείς τίποτα".
Όποτε την συναντώ, στην Αθήνα πια, της θυμίζω εκείνες τις σπιτίσιες βραδιές και μου απαντάει "αχ, μωρέ Χρύσα, όλα τα θυμάσαι".
Στη "Μεγάλη χίμαιρα", στο "Πορεία" (sold out από τον Νοέμβρη) κάνει ένα μικρό, αλλά ιδιαίτερης αίσθησης πέρασμα. Όσο μικροσκοπική είναι, άλλο τόσο βροντερή τη λες. Και αυτό που λέει και ξαναλέει, ότι και 100 χρόνων να φτάσει πάντα θα βρίσκει τρόπους να συγχρονίζεται, είναι το πρώτο πράγμα που καταλαβαίνεις γι' αυτήν. Το διακρίνεις ακόμη και μέσα από τον εκάστοτε ρόλο που υποδύεται.
Χ.
(Πηγή φωτογραφίας: Lifo.gr)