Zyklon: Ήταν το δηλητήριo που χρησιμοποίησαν οι Ναζί στο Άουσβιτς και στο Μπιρκενάου ως μέσο εξόντωσης των κρατουμένων-εργατών. Γιατί το Zyklon; Απλώς και μονό επειδή ήταν το πιο φτηνό. Τα στρατόπεδα αυτά, τα μεγαλύτερα νεκροταφεία στον κόσμο, ήταν εργοστάσια. Kαι στα εργοστάσια το μόνο που μετράει είναι το κέρδος. Arbeit Macht Frei (Η δουλειά απελευθερώνει) γράφει η ταμπέλα στην είσοδο του στρατοπέδου, αλλά εκεί το μόνο που απελευθερωνεί είναι ο θάνατος.
Ο Θανάσης Τριαρίδης μετά το Μέγκελε επανέρχεται σε αυτό το δύσκολο θέμα και γράφει το Zyklon ή το Πεπρωμένο που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία του Γιάννη Παρασκεύοπουλου και που μετά τις παραστάσεις του στη Θεσσαλονίκη, κατεβαίνει στην Αθήνα στο θέατρο Αλκμήνη.
«Δε θέλω να σκεφτώ άλλο, τώρα θέλω να ακούσω». Κάθε φορά που πρέπει να μιλήσω για το Zyklon μου έρχεται στο νου αυτή η φράση της ηρωίδας του έργου. Αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν ένα έργο που προέρχεται από έναν τόσο χειμαρρώδη συγγραφέα να με οδηγεί σε αυτή την ανάγκη. Παραφράζω τη φράση του και λέω «δε θέλω να μιλήσω άλλο, τώρα θέλω να σωπάσω», μου λέει ο Γιάννης Παρασκευόπουλος.
Βρίσκομαι στην Πολώνια και χτες πριν από δύο μέρες επισκέφτηκα τον τόπο του μαρτυρίου. Βγαίνοντας από το Άουσβιτς δε θέλω να σωπάσω, θέλω να ουρλιάξω δυνατά για να μην επαναληφθεί αυτή η φρίκη. Εκατομμύρια αθώοι πέθαναν απλώς και μονο επειδή ένα σαθρό σύστημα χρειαζόταν φτηνά εργατικά χέρια. Μεγάλα εργοστάσια ( Krups, Siemens, IBM κ.α) πλήρωναν τους Ναζί για να τους προμηθεύουν με εργαζόμενους. Δεν είχε σημασία αν θα πέθαναν σε τρεις μήνες, μπορούσαν να βρουν άλλους…
Όταν περιπλανιέσαι στους στρατώνες, ακούς παντού το θάνατο. Πολλοί πιστεύουν ότι οι σύμμαχοι ή ο Ερυθρός Σταυρός δεν ήξεραν γι’ αυτά τα εργοστάσια θανάτου. Λάθος. Όλοι ήξεραν γι’ αυτό, ποτέ όμως δεν έκαναν τίποτα και -ω του θαύματος- ποτέ δε βομβαρδίστηκαν από κανέναν. Η Alliance μάλιστα τα είχε ασφαλίσει κιόλας, το εγκλημα ήταν καλά οργανωμένο και όλοι ήταν συνυπεύθυνοι.
Στους διαδρόμους του στρατοπέδου κυριαρχεί ησυχία, κανείς δε μιλάει, ποτέ κανείς δε μίλησε εκεί μέσα.
«Όταν ακούω τη μουσική που έγραψε ο Μάνος για την παράσταση έχω την εντύπωση ότι περιγράφει αυτήν ακριβώς τη σιωπή που κατακλύζει το μυαλό μου. Την περίοδο που αρχίσαμε να δουλεύουμε το έργο είχαμε πάρα πολλά να πούμε. Πολλές φορές νόμιζα πως από το πλήθος των πραγμάτων που είχαμε να μοιραστούμε με τους άλλους, δεν θα προλαβαίναμε να περάσουμε στο δημιουργικό μέρος της πρόβας. Και πραγματικά δεν προλαβαίναμε. Ένας καινούργιος θεατρικός χώρος. Ένα καινούργιο έργο. Ένα καινούργιο σύμπαν. Ένας πληθωρικός συγγραφέας. Ένα θέμα στα όρια του αδιανόητου. Ένα θεατρικό έργο στα όρια της μη θεατρικότητας. Ένας απροσδιόριστος φόβος, μια συγκεκριμένη ανάγκη και πάρα πολύ χαρά», συνεχίζει ο Γιάννης.
Χαρά στο Άουσβιτς δεν υπήρξε, μόνο απαξίωση της ζωής. Οι άνθρωποι έμοιαζαν σαν ανταλλακτικά, όλα έπρεπε να χρησιμοποιηθούν. Τα μαλλιά τους για να φτιάξει υφάσματα ο Ηugo Boss και να γλιτώσει τη χρεοκοπία, τα χρυσά δόντια για να θησαυρίσει η Τράπεζα της Αγγλίας, και άλλα κι αλλά, τόσο πολλά που δεν ξέρεις πια από πού να αρχίσεις. Το αίσχος δεν έχει αρχή και τέλος, μόνο ένα βασανιστικό παρόν.
Το έργο του Τριαρίδη μιλάει για μια ιστορία που έγινε παλιά, αλλά που δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ. Μικρά Άουσβιτς υπάρχουν ακόμα σήμερα... Στρατόπεδα συγκεντρώσεως, λευκά κελιά, βασανιστήρια, κέντρα μεταναστών και ο κατάλογος δεν έχει τέλος. Το μέγεθος των αριθμών αλλάζει, όχι της φρίκης.
Η ομάδα του Γιαννη Παρασκεύοπουλου δεν ήξερε αρχικά πώς να αντιμετωπίσει αυτό το τόσο οδυνηρό και ντροπιαστικό για το ανθρώπινο είδος θέμα. «Μέχρι την πρώτη ανοιχτή πρόβα δεν ξέραμε καθόλου προς τα πού πηγαίναμε. Υπάρχει όμως αυτή η φωτογραφία. Τραβήχτηκε στη διάρκεια της συζήτησης που κάναμε μετά το τέλος εκείνης της πρώτης πρόβας. Η φωτογραφία μαρτυράει πως, μάλλον, ο δρόμος που πήραμε ήταν ο σωστός. Ήταν η μέρα που καλέσαμε τους συνεργάτες μας και στους δικούς μας ανθρώπους για να τους δείξουμε ένα δείγμα δουλείας. Δεν είναι τα χαμόγελα τους. Είναι η ικανοποίηση που φαίνεται στα ματιά τους. Είναι η προοπτική. Από απέναντι εμείς, η Ιωάννα, ο Κωνσταντίνος κι εγώ προβληματισμένοι. Ακούμε. Περιμένουμε. Όμως αυτό που μας συνδέει είναι η ανάγκη μας να μην σκεφτόμαστε άλλο να μην μιλάμε άλλο και να ακούσουμε. Η ανάγκη μας να σωπάσουμε, να σωπάσει η σκέψη μας. Γιατί μερικές φορές κάνει φασαρία η σκέψη. Και τότε είναι που δεν την αντέχουμε άλλο», κλείνει ο Γιάννης.
Αντέχουμε δεν αντέχουμε πρέπει να ακούσουμε, να μάθουμε να κοιτάξουμε κατάματα αυτό το αίσχος που έγινε με την ανοχή όλων εν ονόματι του χρήματος, γιατί παρόμοια Αούσβιτς μπορεί πολύ εύκολα να επαναληφθούν…
Πέμπτη 16 Απριλίου 2015
Α.Κ.