Του ΒΑΣΙΛΗ ΜΠΟΥΖΙΩΤΗ
Ήθελα καιρό να του μιλήσω. Λάτρευα τα θεατρικά του και τα μυθιστορήματά του και έψαχνα τον τρόπο να τον προσεγγίσω για μια συνέντευξη. Έδινε ελάχιστες και ήταν ο κοινός μας φίλος Φώτης Σπύρος που μας έφερε σε επαφή - που τον έπεισε να τα πούμε. Καλοκαίρι του ’98 συναντηθήκαμε στο «Polis», το καφέ πάνω απ’ το Υπόγειο του Τέχνης. Έκανε ζέστη πολύ. Ένιωθα το βλέμμα του να με «σκανάρει».Ήξερε τα πάντα για μένα - και επαγγελματικά και μη… - κι ήθελε πριν βάλω μπρος το κασετόφωνο να μάθει κι άλλα. Με ρώταγε συνεχώς πράγματα-κατέβαζε τα γυαλιά στην άκρη της μύτης, με κοιτούσε στα μάτια και ρωτούσε-ρωτούσε-ρωτούσε.
Ήταν σαν μια μικρή οντισιόν. Έψαχνα την πιο έξυπνη απάντηση - για τον πιο έξυπνο.Χαμογελούσε. Μόλις την έβρισκα, μου ανέβαζε τον πήχη - πιο δύσκολα κι έπειτα ακόμα πιο δύσκολα. Εντάξει πέρασες, μου είπε! Μετά αφέθηκε να μιλά για όλα. Για το θέατρο, τα βιβλία, την Αλίκη, την Επίδαυρο, τους εχθρούς του, τον πόλεμο που του έκαναν και μετά για έρωτες-για έρωτες μεγάλους και μικρούς. Σταμάτησα να κάνω ερωτήσεις. Αφέθηκα να τον ακούω μαγεμένος -με ταξίδευε όπως ταξίδια συναρπαστικά μου χάριζε με τα βιβλία του. Πέρασαν δύο, δυόμιση ώρες,άλλαζα κασέτες και εκείνος δεν σταματούσε να μου λέει ιστορίες-πραγματικές και μη. Δραματικές και κωμικές. Και μνήμες πιπεράτες.
Ποτισμένες με το βιτριολικό του χιούμορ - λατρεμένο χιούμορ υποδόριο και αιχμηρό-. Την ώρα που έφευγε μου έδωσε μια μεγάλη σακούλα με βιβλία - μεταφράσεις του και μυθιστορήματά του, θεατρικά με αφιερώσεις για μένα. Φιληθήκαμε - τσιμπάει το μουστάκι μου, τι να το κάνω μου είπε.Γελάσαμε.Χάθηκε περπατώντας κάτω στην Πανεπιστημίου και γυρίζοντας στο σπίτι μου άκουγα ξανά και ξανά τις κουβέντες μας. Μετά μιλήσαμε στο τηλέφωνο,σε πρεμιέρες-πάντα αυτό το μουστάκι του τσίμπαγε όπως και το χιούμορ του,τα πειράγματά του,τα βλέμματά του…-. Όταν έμαθα για την περιπέτεια της υγείας του ένιωσα τόσο πόνο-δεν μπορούσε να επικοινωνήσει, δεν πήγα να τον βρω.
Και πριν λίγο που γύρισα από μια βόλτα όμορφη στην ηλιόλουστη Αθήνα-όπως εκείνο το πρωινό του Ιούλη που τα είχαμε πει-διαβάζοντας πως έφυγε,ένιωσα τα μάτια μου να γεμίζουν δάκρια.Θα ήθελα τόσο να του δώσω ένα τελευταίο φιλί-κι ας τσίμπαγε το μουστάκι.
Ο Παύλος Μάτεσις σπούδασε θέατρο και Μουσική…
Πρώτη του παρουσίαση στα γράμματα το ’67. Απ’ τα σπουδαιότερα θεατρικά του η «Τελετή» και η «Βιοχημεία», η «Εξορία», ο «Περιποιητής φυτών» και από πιο γερά μυθιστορήματά του η «Μητέρα του σκύλου», ο «Παλαιός των ημερών», «Πάντα καλά», «Ενοικιάζεται φύλακας άγγελος». Έξοχες ήταν και οι μεταφράσεις του σε πολλά έργα του Αριστοφάνη αλλά και σε έργα των Σαίξπηρ, Ίψεν, Τζόνσον,Αρτό κλπ. Ο εξαιρετικός συγγραφέας μας άφησε σε ηλικία 80 ετών και η κηδεία του θα γίνει την Τρίτη στις 4 το μεσημέρι στο κοιμητήριο Παπάγου.