Στην Ελλάδα σήμερα φτάνουμε ετησίως τις 1500 παραστάσεις το χρόνο, και μιλάμε μόνο για τη χειμερινή περίοδο. Σε μια χώρα λοιπόν που έχει τόσο μεγάλη θεατρική παραγωγή και το θέατρο πραγματικά αποτελεί την τέχνη που κατά κοινή ομολογία πάει καλύτερα απ’ όλες τις υπόλοιπες, δεν θεωρούμε, φαίνεται, πως να πρέπει εκπαιδεύουμε τους ανθρώπους που θέλουν να την ασκήσουν. Σχολές υποκριτικής και τμήματα θεατρολογίας στο Πανεπιστήμιο έχουμε, όχι όμως και σχολές σκηνοθεσίας, κι ας γνωρίζουμε πλέον σήμερα ότι μια παράσταση χωρίς σκηνοθέτη δεν μπορεί επ’ ουδενί να λειτουργήσει.
Οι σκηνοθέτες μας, πλην κάποιων ελάχιστων εξαιρέσεων (τα τελευταία χρόνια ίσως λίγο περισσότερων) που σπούδασαν σκηνοθεσία στην αλλοδαπή, συνήθως είναι ηθοποιοί, που έχουν κουραστεί από σκηνοθέτες που δεν ξέρουν τι θέλουν και τι ζητάνε. Παραλαμβάνουν λοιπόν τη σκυτάλη σε αυτή τη διαδρομή όπου όλοι χάνουν τα αυγά και τα καλάθια και κανείς τελικά δεν ξέρει πού είναι τόσο η αφετηρία όσο και το τέρμα.. Μάλιστα δεν είναι και λίγοι αυτοί που θεωρούν ελάττωμα το να μην είναι κάποιος ηθοποιός, αλλά παρ’ όλα αυτά να τολμάει να σκηνοθετεί, πράγμα εντελώς παράλογο αφού σε όλες τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου πολλοί είναι οι σκηνοθέτες, και δη διακεκριμένοι και σπουδαίοι, που είναι μόνο σκηνοθέτες και τίποτε άλλο.
Η σκηνοθεσία μιας παράστασης είναι ένα «παιχνίδι» σύνθετο, που χρειάζεται γνώσεις θεωρητικές, πρακτικές αλλά και ειδικές δεξιότητες, τις όποιες κάποιος πρέπει να εξασκήσει και μάλιστα για καιρό. Ναι, το όραμα είναι σημαντικό, ναι οι ιδέες είναι πολύτιμες, αλά ιδέες έχουν σχεδόν όλοι οι άνθρωποι. Το θέμα είναι πώς θα καταφέρει κάποιος να τις πραγματώσει και να μη χαθεί στη «μετάφραση». Η σκηνοθεσία δεν είναι μια απλή παράθεση οδηγιών, τύπου «κάνε αυτό, πάρ’ το λίγο αλλιώς» - αυτό το κάνει και η γειτόνισσα, μετά συγχωρήσεως, που θα δει μια πρόβα- αλλά χρειάζεται εργαλεία και εφόδια, αλλιώς ο σκηνοθέτης γίνεται απλώς ένα κακομαθημένο παιδί που συνέχεια κατηγορεί τους άλλους γι’ αυτά που δεν μπορεί να κάνει ο ίδιος και ταλαιπωρεί τους έρημους συνεργάτες τους που πρέπει επί μονίμου βάσεως να μπαλώνουν τα αμπάλωτα και να κάνουν την δική του δουλειά, ενώ παράλληλα σκηνογραφούν, παίζουν, γράφουν μουσική και τα λοιπά.
Είναι απαραίτητο λοιπόν να δημιουργηθεί μια ΚΑΝΟΝΙΚΗ σχολή σκηνοθεσίας, όπου παράλληλα με το θεωρητικό υπόβαθρο, οι σπουδαστές θα μπορούν να συνεργάζονται με καλλιτέχνες όλων των ειδικοτήτων και κυρίως με ηθοποιούς ,προκείμενου να εξασκούνται καθημερινά σε πρακτική βάση. Γιατί όπως δεν μπορείς να γίνεις πιανίστας διαβάζοντας μόνο μουσική, αν δεν αγγίξεις το πιάνο, ζωγράφος αν δεν πάρεις στα χέρια σου πινέλα, ηθοποιός αν δεν παίξεις, έτσι δεν μπορείς να σκηνοθετείς μόνο επί χάρτου.
Πολύς λόγος γίνεται περί της αδείας εξασκήσεως επαγγέλματος για τους ηθοποιούς και άλλες ειδικότητες, αλλά ποτέ κανείς δεν αναρωτήθηκε τι γίνεται με τους σκηνοθέτες. Ας αναλογιστούμε λοιπόν πως παράγουμε παραστάσεις σε μεγάλο βαθμό χωρίς επαγγελματίες σκηνοθέτες, παραστάσεις μάλιστα που πολλάκις χρηματοδοτούνται και από τα λεφτά του δημόσιου κορβανά. Είναι δηλαδή σαν να επιτρέπουμε –τηρουμένων των αναλογιών βέβαια, μιας και κανείς δεν πέθανε από μια άτεχνη παράσταση- να εγχειρίζουν άνθρωποι που δεν είναι γιατροί εν έτει 2015.
Ας ελπίσουμε ότι οι προσπάθειες πολλών ανθρώπων του χώρου, που έχουν καταλάβει τη νευραλγική σημασία της εκπαίδευσης των σκηνοθετών, για μια ανάλογη σχολή θα βρουν τόπο, και μάλιστα σύντομα.
Δευτέρα 4 Μαΐου 2015
Νατάσσα Χανιώτη