Ξαφνικά, ένα τεράστιο εμπόδιο μας έφραζε το δρόμο. Έκαναν έργα και δεν είχαν βάλει σήμανση. Ήταν πολύ αργά να κόψουμε ταχύτητα.Να αλλάξουμε λωρίδα δε γινόταν. Αριστερά μας μια νταλίκατριαξονική. Σαν τείχος. Είδε τον κίνδυνο αλλά δεν επιβράδυνε. Κράτησε σταθερή πορεία. Μια μόνο ελπίδα απόμενε. Να αναπτύξουμε ταχύτητα και να προλάβουμε να προσπεράσουμε από δεξιά, πριν γίνουμε κομμάτια.
Η αδρεναλίνη μας σε κόκκινο βαθύ. Του αίματος. Σαν τα red outτων πιλότων στα F16, τα μαχητικά. Καταλαβαίνετε γιατί μιλάω; Προσπαθώ να περιγράψω μια αίσθηση ιδιαίτερη.
Ο χρόνος έμεινε ακίνητος για λίγα δευτερόλεπτα. Μετέωρος.Κανείς μας δεν ανάσαινε. Οι κόρες των ματιών μας αλαφιασμένες ανοιγόκλειναν. Το υπογάστριο κενό και παγωμένο. Τα σώματά μας τεντωμένα, ξύλινα.
Το εμπόδιο ερχόταν καταπάνω μας τρομακτικό. Το όχημα στα όριά του. Ίλιγγος. Χωθήκαμε κοφτά μπροστά από τη νταλίκα, εξ επαφής.Oριακά. Γλιτώσαμε. Δε μίλαγε κανείς. Για ώρα. Ήμαστε στην τσίτα.
Έσπασε τη σιωπή η Μαρία. ΄΄Θέλω να σας ομολογήσω κάτι΄΄ είπε με έξαψη. ΄΄Ήθελα να το ζήσω κατά βάθος. Μπορούσα να του πω να κόψει, να φρενάρει, μπορεί να προλαβαίναμε, ποιος ξέρει, ήθελα όμως να το ζήσω. Και έχω και μικρό παιδί που περιμένει να γυρίσω΄΄.
Κοιταχτήκαμε. Σε υπερδιέγερση ακόμα όλοι. Άλλος πιο λίγο άλλος πιο πολύ, το ίδιο νιώθαμε.
Μου έχει τύχει δυο φορές να ντεραπάρω. Τη δεύτερη γίναμε βίδες και το αυτοκίνητο και γω. Έχω ακόμα λάμες για ενθύμιο. Ο δρόμος γλίστραγε απάνω στη στροφή. Κατάλαβα πως έχασα τον έλεγχο, πως δε γλιτώνω. Και δε γλίτωσα. Άλλο συναίσθημα. Καμία σχέση με το προηγούμενο. Η προσδοκία να τη βγάλω καθαρή ήταν εκτός πιθανοτήτων. Απλά περίμενα να δω τι θα συμβεί. Αν θάτανε μοιραίο.Δεν ένιωθα ούτε φόβο κι όποιος θέλει το πιστεύει. Μονάχα ένα απέραντο κενό. Άλλη διάσταση. Νομίζω μάλιστα πως χαμογέλαγα που ερχότανε το τέλος. Ανούσιο κι ανόητο σαν κάθε τέλος που σέβεται τον εαυτό του.
Η αδρεναλίνη είναι άλλο πράμα. Είναι ζωή. Στο όριο καμιά φορά, πάντως ζωή. Δε λέω ηδονή γιατί δεν είναι. Μοιάζει. Ζωή συμπυκνωμένη που εκρήγνυται στα σωθικά. Που αναιρεί και καταφάσκει.
Έχω μια τέτοια αίσθηση και τώρα. Πως η ζωή μας κρέμεται από μια κλωστή. Η καθημερινότητα που έχουμε συνηθίσει, εννοώ. Θα ζήσουμε. Δύσκολα, κατά πάσα πιθανότητα. Με ταραχή κι αναμπουμπούλα ίσως, μετά το πρώτο μούδιασμα. Θα ζήσουμε όμως.
Και θα ξανασταθούμε αργά ή γρήγορα στα πόδια μας. Θα ξαναρχίσουμε τα λάθη και τις γκρίνιες, θα λέμε πέντε πράματα σωστά και δέκα σαχλαμάρες, όπως όλοι.
Θα βρούμε κι έναν δρόμο. Τόσα και τόσα έχουμε περάσει σε τούτα εδώ τα χώματα. Κακιά σκουριά δεν πιάνει, μη φοβάστε.
Ήταν ανάγκη θα μου πεις; Δεν ξέρω. Μπορεί και νάταν. Μπορεί να γίνουμε καλύτεροι, ποιος ξέρει.
Από ικανότητες διαθέτουμε περίσσευμα. Επινοητικότητα και προσαρμοστικότητα. Τα ίδια λάθη μόνο να μην κάνουμε ξανά. Νακάνουμε άλλα. Η επανάληψη είναι ανούσια κι ανόητη. Χωρίς ούτε μια στάλα αδρεναλίνη.
Υ.Γ. Στη Μαρία Τζομπανάκη, τον έρωτά μου στην ΄΄Παρακαμπτήριο΄΄ του 1991. Ερχόμαστε από γύρισμα. Και στην αγαπημένη μου τη Σούλα την Πιερράκου, τη σεναριογράφο της σειράς, που δεν υπάρχει πια.