Χιόνιζε εκείνη την ημέρα στην Αθήνα. Το κρύο ήταν τσουχτερό μέχρι τα τέλη του χειμώνα.
Παίζαμε τον ΄΄Αλχημιστή΄΄ του Τζόνσον σ΄έναν καινούργιο χώρο μαγικό. Στον τελευταίο όροφο του διατηρητέου κτιρίου του Χυτήρογλου, στη Μητροπόλεως. Μην ψάξετε, ξανάγινε αποθήκη. Τώρα μπαρ. Το πρώτο κτίσμα στην Αθήνα, έλεγαν, με σύγχρονα υλικά, αρχές 19ου αιώνα. Με γυάλινη οροφή που αντιφέγγιζε τη νύχτα.
Ο χώρος πρωταγωνιστούσε, καλά το καταλάβατε. Ο παγετός επίσης. Δεν είχαμε τα μέσα. Δυο σόμπες πετρελαίου τι να κάνουν σε τόσα τετραγωνικά.
΄΄Την πιο κρύα νύχτα του χειμώνα΄΄ ήταν ο τίτλος της κριτικής του Χρηστίδη στο ΄΄Έθνος΄΄. Με αφορμή τον θάνατό του γράφω. Το οφείλω.
΄΄Τρεις ώρες αποδοχή ενός κινέζικου μαρτύριου – της σταδιακής κατάψυξης – όση ευγένεια και αν διαθέτει ο βασανιζόμενος είναι πολλές και σκληρές για… ψύχραιμη κρίση΄΄ συνέχιζε. ΄΄Και το μοναδικό διάλειμμα ελάχιστη παρηγοριά ν΄αφήσεις τη θέση σου και να καβαλήσεις τη σόμπα΄΄. Τρεισήμισι ώρες η παράσταση, παρά το κάποιο ξάφρισμα στο κείμενο.
Μια κριτική…ευθυμογράφημα. Σκληρή μα ενθαρρυντική.
Σπουδαίο έργο ο ΄΄Αλχημιστής΄΄. Αληθινά. Μια καυστική και δηλητηριώδης σάτιρα, μια κωμωδία ηθών σαρκαστική, με δύναμη διαχρονική, ιδιαιτέρως απολαυστική. Και αν δεν ανεβαίνει πιο συχνά, αυτό οφείλεται τόσο στην απαιτητικότητα του εγχειρήματος όσο και στο κόστος της παραγωγής. Πολλά τα πρόσωπα. Και τα κοστούμια. Σκηνικά δεν είχαμε. Χώρος γυμνός. Αλλά η πανδαισία των σχεδίων και των χρωμάτων που εξασφάλισε η Χαλματζή έκανε τις μορφές μας να αιωρούνται μαγικά στο μαύρο φόντο. Εικαστικά ενδιαφέρουσα παράσταση. Και η σκηνοθεσία του Χατζηπαπά χυμώδης. Σα θέατρο του δρόμου. Στα χνάρια της Κομμέντια ντελ άρτε.
Ο Θέμις Πάνου απολαυστικός στο ρόλο του καπάτσου υπηρέτη. Η πλαστικότητα της κίνησής του, των χεριών του ειδικά, ένα ποίημα. Τον χάζευα. Συνεργαστήκαμε πολλές φορές. Μοσκέτα, Το παιχνίδι του έρωτα και της τύχης, Αντιγόνη… Ακόμα δυσκολεύομαι να τον αποδεχτώ σε ρόλους όπου η κίνηση δεν πρωταγωνιστεί. Τόσο πολύ μου άρεσε.
Ο Αλχημιστής… στο έλεός μου. ΄΄Πολύ βαρύ φορτίο. Δε έχω τις αποσκευές, δεν νοιώθω έτοιμος΄΄ απάντησα όταν ο σκηνοθέτης μου τον πρότεινε. Τρίτος μου ρόλος, επί της ουσίας, μετά από μια παρένθεση μακρά. Τελειώνοντας το Κρατικό, έλειπα χρόνια στο Παρίσι -έκανα θέατρο και κει για ένα διάστημα- μετά στρατιωτικό, μια πρώτη εμπειρία θεατρική τραυματική -θα σας τα πω άλλη φορά- και μια ενθαρρυντική δεν ήταν οπλοστάσιο επαρκές. Επέμεινε. ΄΄Ας δοκιμάσουμε΄΄ είπε. Τόλμησα. Δειλός και τρομοκρατημένος. Η εξωστρέφεια δεν ήταν το καλύτερό μου και δω τη χρειαζόμουνα. Ξεσάλωσα αργότερα, από αντίδραση. Κακώς. Για να αποδείξω -σε μένα κυρίως- πως ήταν από επιλογή. Μικρότερο από τις απώλειες το όφελος. Θα σας τα πω άλλη φορά. Η αυτοπεποίθησή μου ήταν ελλειμματική. Και το θέατρο είναι πίστη μεταδοτική. Και επιλογές. Των μέσων και των τρόπων. Συνειδητές επιλογές. Δοκιμαζόμενες και αναθεωρούμενες. Αδιάκοπα.
Συνάντησα τυχαία τον Θέμι, τις προάλλες. Έχουμε χαθεί. Με παρουσίασε στην παρέα του ως εξής, ακόμα εντυπωσιασμένος τριάντα χρόνια αργότερα: ΄΄Έχετε δει ηθοποιό να ντρέπεται να βγει να υποκλιθεί; Αυτόν εδώ, τον τράβαγα να βγει, ένα χειμώνα ολόκληρο΄΄. Το εισέπραξα ως τρυφερότητα. Ακόμα έχω πρόβλημα. Για μένα ο ρόλος τελειώνει με το φινάλε του έργου. Και ξέρω ήδη αν άρεσε ή όχι. Η επικοινωνία κάνει κύκλο. Σαν το φεγγάρι. Αν πάλι κάποιος νιώθει αλήθεια την ανάγκη νάρθει κάτι να σου πει, μπορεί να περιμένει δυο λεπτά να ξεντυθείς, δε χάλασε κι ο κόσμος βρε αδερφέ. Τέλος πάντων.
΄΄Σπουδαία δουλειά, σε χάρηκα΄΄ μου είπε ένας συνάδελφος, ΄΄αλλά φαίνονται ακόμα… οι ραφές, τα υλικά, οι επιλογές. Θα ξαναρθώ όταν ωριμάσει΄΄. Δεν ωρίμασε αρκετά ποτέ. Πώς θα μπορούσε; Ήμουν άπειρος. Κι ο ρόλος απ΄ τους απαιτητικότερους του διεθνούς ρεπερτορίου. Πάλι καλά. Φοβόμουν τα χειρότερα. Μη μου χρεώσουν θράσος και αναίδεια που τόλμησα ακόμα και να το σκεφτώ.
Αυτή την κρίσιμη στιγμή, την ανελέητη, ήρθε κυριολεκτικά εξ ουρανού η κριτική του Χρηστίδη, νάναι καλά εκεί που πάει. Χιόνιζε, σας το είπα ήδη και η διάθεσή μου ήταν απαλή σαν τις νιφάδες. Ήμουνα στου Παπάγου, στης αδερφής μου και όλα ένα γύρω ήταν λευκά, από τον Υμηττό ως τη θάλασσα. Μεγάλη ομορφιά. Και σπάνια. Άνοιξα την εφημερίδα ανυποψίαστος. Δυό μέρες μόνο είχανε περάσει απ΄την πρεμιέρα.
΄΄Από τις υποκριτικές επιδόσεις αξίζουν να αναφερθούν οι γενναίες προσπάθειες των δυο πρωταγωνιστών, του Δημήτρη Πετρόπουλου και του Θέμι Πάνου. Είχαν και οι δυο καλές στιγμές και σίγουρα είναι και οι δυο ηθοποιοί αξιοποιήσιμοι και εξελίξιμοι΄΄. Μόνον εμάς ανέφερε.
Μπείτε στη θέση μου λιγάκι. Ενθάρρυνση να το αποκαλέσω; Καλωσόρισμα; Βρείτε εσείς τη λέξη. Έφτασε πάντως τη σωστή στιγμή. Και απροειδοποίητα. Σα χιόνι ξαφνικό. Σα δώρο.
Χαλάρωσα λιγάκι. Και μόνο που μας έβαλε ισότιμα, δυο σε ένα, με τον Θέμι, που απολάμβανα επί σκηνής, έφτανε και περίσσευε.
Μετά, ενθουσιάστηκε η Δέσπω Διαμαντίδου. Και μίλησε στον Τζούλη (τον Ντασσέν), στη Μελίνα, νομίζω και στον Κούρκουλο. ΄΄Για κωμωδία κλασσική ιδανικός. Με ήθος, ύφος, παρουσία και λοιπά. Έχει μεγάλο μέλλον. Κάντε κάτι. Αξιοποιείστε τον΄΄ και τέτοια. Τα μεταφέρω δίχως συστολή διότι… δεν συνέβη τίποτα απολύτως. Αντίκρισμα κανένα πρακτικό. Μπορεί να φταίω κι εγώ, για χίλιους λόγους. Φταίω σίγουρα.
Με πήρε και η Μαλβίνα, παράμερα ως συνήθως, ενθουσιώδης όπως πάντα στην αποδοχή και την απόρριψη, για να μου πει πως ΄΄βγαίνω και μυρίζει θέατρο, πως αλλοιώς θάχε φύγει΄΄ κι άλλα πολλά εξίσου υπερβολικά.
Την άλλη μέρα, στην παράσταση, επί σκηνής παρακαλώ, στα μουλωχτά, μου λέει μια συνάδελφος που αγαπάω ακόμα και δεν το λέω ειρωνικά ΄΄Α, ώστε έτσι ο Χρηστίδης; Περίμενε και του Λιγνάδη και τα λέμε΄΄.
Με τον Λιγνάδη ήταν φίλοι.
Ο Λιγνάδης μας ΄΄έθαψε΄΄ με τόση δεξιοτεχνία και λεπτότητα που μια συμπατριώτισσά μου, Σύμβουλος Επικράτειας, κράτησε με ευλάβεια την κριτική και μου την έδωσε στα παρασκήνια, άψογα διπλωμένη, λέγοντας πως μετά από τόσο ενθουσιώδη παρουσίαση θάταν αδύνατον να χάσει την παράσταση.
Εγώ, απ΄τη μεριά μου, αισθανόμουνα πως δεν προσέβαλα κανένα εντέλει. Ούτε το ρόλο ούτε τον συγγραφέα ούτε τους θεατές ούτε τον εαυτό μου. Δεν ήταν αρκετό, έχω συναίσθηση, αλλά ήταν κάτι, μια μικρούλα τοσηδά παρηγοριά. Και ένα βάπτισμα πυρός γενναίο.
‘Εμαθα, γρήγορα ευτυχώς, πως παίζονται παιχνίδια ανέντιμα ακόμα και σ΄αυτόν το χώρο. Κάποτε διάβαζα τις κριτικές ευλαβικά. Τώρα κρατάω αποστάσεις που με εμποδίζουν πλέον να χαρώ μα και να στενοχωρηθώ. Ομολογώ πως προτιμώ τις κριτικές των συναδέλφων. Και του κοινού. Επιλεκτικά. Και αποδέχομαι τις ανεπάρκειές μου. Κάποιες στιγμές τα καταφέρνω, άλλωστε. Μεγάλη υπόθεση οι στιγμές.
Ο Χρηστίδης ήταν καταρχήν ηθοποιός. Που θα πει θεατής μυημένος, που ξέρει εκ των έσω τη διαδικασία. Και την συνεκτιμά. Τη σέβεται. Και η κριτική προσέγγισή του ήταν συναδελφική. Όχι μονάχα θεωρητική.
Τι μάστιγα κι αυτή, τι ευνουχισμός, όταν του κρίνοντος το σώμα δεν έχει μνήμες βιωματικές και προσεγγίζει μόνον εγκεφαλικά τα δρώμενα.
Χιόνιζε εκείνη την ημέρα.
Υ.Γ. Κι ένα παρασκηνιακό παραλειπόμενο αιχμηρό. Μικρά εγκλήματα μεταξύ φίλων. Ο Χατζηπαπάς έβαλε πλάτη γερή να διαμορφωθεί ο χώρος. Μιλάμε για γιαπί κανονικό, πολύν καιρό, όχι αστεία. Προσφέρθηκα να τον βοηθήσω, χωρίς ποτέ να μου έχει ζητηθεί το υπογραμμίζω. Και μια μέρα, πάνω στον ενθουσιασμό μου, είπα γιατί δεν έρχεται κι ο Θέμις να βοηθήσει για να τελειώσουμε πιο γρήγορα. ΄΄Αστον αυτόν. Γιατί να κουραστεί; Έχει το ρόλο΄΄ απάντησε ο σκηνοθέτης σε μένα, που ήμουν στη σκηνή αδιάλειπτα. Και είχα αρνηθεί στον Μεσθεναίο την ανεκτίμητη ευκαιρία να παίξω στο ΄΄Σαν τα τρελλά πουλιά΄΄ γιατί φοβόμουνα μη δεν τα βγάλω πέρα.
Α, και κάτι ακόμα, που έμαθα, ευτυχώς, εκ των υστέρων. Ο Θέμις είχε συμφωνήσει ένα μισθό βρέξει-χιονίσει. Όλοι οι υπόλοιποι είμαστε με ποσοστά και μάλιστα… μετά την απόσβεση του κόστους της παραγωγής. Ω, ναι ! Θυμάστε γιατί αυτοκτόνησε η τελευταία Πόντια πουτάνα; Έμαθε ότι οι άλλες πληρώνονται.
Φταίω κι εγώ. Για χίλιους λόγους. Το ξανάπα.